United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσο αλύπητα δεν πέφτουν ουδ' η σφύραις των Κυκλώπων εις τον θώρακα του Άρη, 'πού 'ναι αθάνατ' η βαφή του, όσον άκαρδα του Πύρρου φονικό βροντά το ξίφος εις το σώμα του Πριάμου.

Κάργα, γέρο μάστορη! — Βρόντα! — Τζάνουμ! σπρώξε. — Σβύσε το! — Μπουφ! Μπουφ! — Ακόμα! — Κτύπα! Δύναμι! — Φόρτσα! — Δος μου χέρι! — Φόρτε! — Σώνει, μάστορη! — Δος του! — Βάρδα, Μάχτο! — Ωχ! κόμπιασα... — Ο διάβολος να σε πνίξη, πανούκλα! — &Χαρχανταίς, μανταίς και αντάραις&!

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Έχει, λέει, το κουνούπι το κωλάντερο στενό, κι' ο αγέρας ίσια πάει και με βιά στον πισινό• με το νάνε στενό μέρος στο βαθούλωμα κοντά, έρχεται με βιά ο αγέρας, και ο κώλος να! βροντά! Τότ' αυτός, όπου εχώθη και του κουνουπιου κυττάει τάντερο, θα ξέρη τρόπο πώς μπορεί και να γλιστράη, σαν τον κυνηγούν για δίκη. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Λίγη ώρα θάνε πάλι που κοψ' ένα σαμιαμύθι μιαν ιδέα του μεγάλη.

ΔΑΜ. Πως δεν ακούω τας βροντάς, Τιμοκλή; Αλλ' εάν εκείνος ο οποίος βροντά είνε ο Ζευς, συ θα το γνωρίζης καλλίτερα ο οποίος μας ήλθες από την διαμονήν των θεών• διότι εκείνοι τουλάχιστον οι οποίοι έρχονται από την Κρήτην άλλα μας διηγούνται• μας λέγουν ότι εκεί δεικνύουν ένα τάφον και επ' αυτού στήλην της οποίας η επιγραφή λέγει ότι δεν βροντά πλέον ο Ζευς, διότι προ πολλού απέθανεν.

Κάθε κρότος Που όξω απ' το πύργο ακούεται, το χέρι εκείνο φέρνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό, και το χορό του φέρνει... Όξω απ τον πύργο αλαλαγμός· ήρθ' ο οχτρός, πλακώνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό το χέρι εκειό σιμώνει, Το χέρι εκειό με το δαυλί, το χέρι του Καψάλη. Με μιας αστράφτει και βροντά.

Ζήτω! μυριόστομον βροντά εν τη αιθούση, και τα μολυβδοκόνδυλα των γραμματέων καταπίπτουσιν όλα συγχρόνως επί των δελτίων, και ο υποψήφιος, λιπόθυμος σχεδόν εκ της χαράς, καταφιλεί την άπλυτον μορφήν τον μικρού ταχυδρόμου, και αμείβει γενναίως την χαρμόσυνον είδησιν.

Και ύστερα κορδόνεσαι και θεωρείς ως δώρον και το μυαλό της κεφαλής και το μυαλό της ράχης, συ, του Δαρβίνου η μαϊμού, συ, δίπουν μαστοφόρον, συ, άνθρωπε θαυμάσιε, που κακό ψόφο νάχης. Βρέχε, ουρανέ, και νερό να ρίξης οπού να μας πνίξης. Βρόντα, κεραυνέ, κι' ας ανάψ' η σφαίρα όλη πέρα πέρα. Δίσκε της ημέρας, που ζωή μας είσαι, πάγωσε και σβύσε.

Προς τι να σε φοβούμαι; Αλλ' όμως την ασφάλειαν να την διπλώσω θέλω, και να κρατώ ενέχυρον από την Ειμαρμένην. Δεν σου χαρίζω την ζωήν, διά να έχω λόγον τον φόβον τον χλωμόκαρδον να τον κηρύξω ψεύτην, κι' ο Ύπνος να μου έρχεται και αν βροντά κι' αστράπτη Τρίτη οπτασία.

Ας υποθέσουμε μάλιστα, σα θέλετε, πως μπορεί άξαφνα και να μείνουνε σαν του Chenier τους στίχους. Τι κέρδισα; Τόνομά το πιο μεγάλο που μπορεί να βγη σ' έναν αιώνα μέσα, κι αφτό θα χαθή σε μια θάλασσα, που κάθε κύμα σου φωνάζει άλλα ονόματα πιο μεγάλα ή μεγάλα σαν κι αφτό. Ωκεανός μια τέτοια φιλολογία! Κι ο ίδιος ο Chenier τι είναι; Δε βροντά, μουρμουρίζει μόνο τόνομά του.

Τα βιβλία και τα χερόγραφα στριμωμένα στα ράφια μοιάζουν με γριές γλωσσοκοπάνες. Και τι δε λεν με την άλαλη γλώσσα τους! Πολέμους περιγράφουν, άθλους μολογούν, θεούς γκρεμίζουν, ηθικές αναστηλώνουν. Ο Ρυθμός βροντά και παιγνιδίζει σαν αντάρτης κεραυνός· η Αρμονία ξεχύνεται αφρόδροση σαν άμπουλας· ο Πόνος ουρλιάζει κι ο Πόθος φαρομανά.