United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' Άγραφα που τον γέννησαν ομοιάζει το κορμί του, Και την κορφή του Πίνδου μου η άσπρη κεφαλή του, Κρατείτο χέρι του δαυλί με φλόγα.

Κάθε κρότος Που όξω απ' το πύργο ακούεται, το χέρι εκείνο φέρνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό, και το χορό του φέρνει... Όξω απ τον πύργο αλαλαγμός· ήρθ' ο οχτρός, πλακώνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό το χέρι εκειό σιμώνει, Το χέρι εκειό με το δαυλί, το χέρι του Καψάλη. Με μιας αστράφτει και βροντά.

Πρέπει να στείλετε εξάπαντος κάποιον να φωνάξει τον Έφις. Ήρθε ο Τζατσίντο. Μετά να έρθετε να κοιμηθείτε μαζί μου. Φοβάμαι να μείνω μόνη…. με έναν ξένο…» «Θα πάω να φωνάξω κάποιον για να τον στείλω στο κτήμα. Εγώ όμως στο σπίτι σας δεν έρχομαι, όχι. Το σπίτι δεν το αφήνω στα χέρια του στοιχειού…Και για να μην μπει το στοιχειό όσο θα έλειπε, άφησε αναμμένο το δαυλί στο κατώφλι της πόρτας.

Εκείνοι μια φορά έβαλαν τα στήθη τους γυμνά εμπρός στο κανόνι του Τούρκου, επήδησαν με το δαυλί στο χέρι μέσα στις μπαρουταποθήκες του· είδαν τον θάνατο κατάματα χίλιες φορές και δεν ετόλμησαν να ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν ημπορούσα να το χωνέψω. — Δε μου λες, πατέρα κάνω κάποτε του γέροντα μου· τι 'νε αυτό το γιούσουρι; — Ξύλο παιδί μου σαν και τ' άλλα· θαλασσόξυλο.

Γυρίζει ο γύφτος το σουβλί... Το χέρι του ανεμίδι... Κι' όταν εμένανε νεκρά καμμιά φορά από δείλια Ταφωρεσμένα δάχτυλα και τάφρυγεν η πύρη, Τότε ξυλιαίς και σάλαγος, κεντήματα και πέτραις. Φωνάζει κι' ο Χαλήλμπεης... — Παληόγερε, ανδρειέψου... Μέριασε εκείνο το δαυλί... για ιδές, ανάθεμά το Τι γλώσσαις όπου επέταξε, και πώς τον έχει ζώση!... Θα τον ρουφήξη γρήγορα... Ταράξου.. μέριασέ το...

Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά.

Εγώ και συ τι είμαστε ; Δουλευτάδες, σύνεργα που θα πη στ' αφεντός τα χέρια. Αλέτρι θέλεις αλέτρι· αξίνα; Αξίνα· δαυλί; δαυλί. Μπορείς να ειπής όχι; — Πώς ; άμα θέλω το λέω. — Για δεν τόπες ως τώρα; — Δεν το σκέφτηκα. — Να εγώ που το σκέφτηκα και δεν το λέω. — Είσαι μπούφος το λοιπόν. Εκείνη την ώρα η αξίνα έσκουξε κουφά σα να φώναζε : «βρήκα!». Φως φανερά πώς χτύπησε στο μάρμαρο.

Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...

Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, κοίταξε τριγύρω της και κατέβηκε μέχρι το σπιτάκι της γριάς Ποτόι. Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά στο εσωτερικό ήταν σκοτάδι και μόνο μετά το δειλό κάλεσμα της Νοέμι η γριά έκανε την εμφάνισή της μέσα από το πυκνό σκοτάδι της τρώγλης κρατώντας ένα δαυλί αναμμένο. Το κοκκινωπό αμυδρό φως έκανε να σπιθοβολούν τα κοσμήματά της. «Θεια-Ποτόι, εγώ είμαι.