United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Πάτε και σεις, κ' η πίστι σας, » Μουρτάριδες, χαθήτε, » Διάκος εγώ γεννήθηκα, » Και Διάκος θα πεθάνω. » Δε θέλω τη θρησκεία σας, » Και τα φλωριά τα χάνω » Πέντ' έξ ημέραις τη ζωή, » Αν θέλετε, μ' αφήτε.» « Λυσσάζουν από το θυμό » Οι σκύλοι. Με περνούνε «'Σ ένα ελάτινο σουβλί, » Ολόρθονε με σταίνουν, » Φωτιά με ξύλ' ανάφτουνε, » Καιτη φωτιά με ψένουν «'Σάν το κριάρι.

Η γιαγιά μου έδιωξε από το σπίτι μας τον ντον Τζάμε και με πάντρεψε με τον Πριάμου Πίρας. Και ο Πριάμου μου ήταν ένας λεβέντης. Είχε μια βουκέντρα μ’ ένα σουβλί στην άκρη και μου έλεγε φέρνοντάς το μπροστά στα μάτια μου: βλέπεις; θα σου τα βγάλω τα μάτια εάν κοιτάξεις τον ντον Τζάμε όταν σε κοιτά. Κι έτσι πέρασε ο καιρός.

Μόνον το εσπέρας εξήλθε μετά κόπου κ' εκάθισεν έξω παρά την θύραν της καλύβας. Οι αμνοί της Λαμπρής, κάτασπροι ωσάν τα χιόνια εκ του πάχους, εκρέμαντο προ της θύρας των καλυβών καθ' όλα έτοιμοι διά το σουβλί.

Και τώρα εννοώ ότι είμαι πολύ ασφαλέστερος να κόφτω και να ράβω παπούτσια παρά να πίνω από χρυσήν φιάλην κρασί εις το οποίον έχει αναμιχθή κώνειον ή άλλο δηλητήριον. Ο μόνος κίνδυνος που διατρέχω εγώ είνε να ξεφύγη το σουβλί να μου τρυπήση το δάκτυλον και να βγάλω ολίγον αίμα• αυτοί όμως, ως λες, συντρώγουν με τον Θάνατον και η ζωή των είνε γεμάτη από δυστυχίαν.

Και τ' αρνί, Βασίλη, δεν βλέπεις και τ' αρνί; είπε μία χωρική εις τον πλησίον σύντροφόν της. — Ώμορφο πράμμα, εψιθύρισεν ούτος, θωπεύσας τον Γιάννο. — Ε μωρέ, για το σουβλί! εφώναξεν άλλος, φέρων την χείρα του υπό την ουράν του Γιάννου, ως κάμνουν οι κρεοπώλαι δια να εκτιμήσουν το πάχος των αρνίων. — Kαι ξέρει κάτι τραγούδια! . . . επρόσθεσεν άσεμνον γραΐδιον, δήθεν χαριτολογούν.

Τότε ημείς πλέον θυμωμένοι παρά φοβισμένοι διά να εκδικηθούμεν τον θάνατον των συντρόφων μας με τον θάνατον εκείνου του αγρίου και ανημέρου θηρίου, εννέα από τους πλέον τολμηρούς μου συντρόφους και εγώ μαζί, καθένας επήραμεν ένα σουβλί, τα εκαύσαμεν εις την φωτιάν, έως που εκοκκίνισαν· έπειτα ευθύς του τα εχώσαμεν εις το μάτι, και τον ετυφλώσαμεν.

Εσκόρπησαν οι χωριανοί μέσα στο χωριό ολόχαροι, να μαζεφτούν στις αβλές τους, που τους καρτέραε θράκα ολάναφτη κι ακαρτέραε ταρνί στο σουβλί περασμένο. Να κάτσουν να ψήσουν ταρνί το λαμπριάτικο πια, να στρωθούν να ξεφαντώσουν. — Ας πάω κ' εγώ να πάρω η άμοιρη το λαμπριάτικο ταρνί μου· είπε κ' η κάψο-Ζαχαρούλα σα βγήκε από την εκλησιά, κ' εροβόλησε τον κατήφορο.