United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΑΤ. Βιβλία κιτάπια έχεις; να δγιω. ΑΝΑΤ. Εγώ σουκράτη μουκράτη κιδύδη μιδύδη μοτεστένη κοτεστένη ντεν πέρνωΆι Βασίλη κιτάπι έχεις; ΛΟΓ. Και δη και τούτον έχων τυγχάνω. — Ιδού. ΑΝΑΤ. Ιστέ αυτόνα παίρνω, μερτικό σου εγώ πλερώνω μη συλλογιέσαι. Ο Ανατολίτης και ο Λογιώτατος. ΛΟΓ. Φράτον μοι, και δη σοι υπισχνούμε ίνα σοι ποιήσω όπερ αν μοι είποις.

Σας αφίνω διάτα, όταν έρθ' με το καλό ο Βασίλ'ς μου, όταν σας πάρουν τα σχαρήκια, νάρθ' ένας σας απάνω στο μνήμα μου, να ρίξ' τρία βροντερά ντουφέκια και να μου φωνάξ' δυνατά: — «Μάννα, ήρθ' ο Βασίλ'ς!» Τ' όνομα του Βασίλη είταν η υστερινή της λέξη. Η δόλια η Μάννα δεν είταν πλειο στη ζωή. Αντήχησαν τα μυρολόγια, δυνατά, κι' όλο το Χωριό έτρεξε στο χαροχτυπημένο σπίτι.

Μια βραδιά πούχα πάει στον Βασίλη, αντί να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας, τράβηξα προς το πάνω μέρος του χωριού και σε λιγάκι βρέθηκα κοντά σταυλιδάκι με την πορτοκαλιά. Είχα πάει με την απόφαση να δω την άρρωστη να της μιλήσω και να μείνω κοντά της. Τόση ήτον η ανάγκη μου να τη δω, που δε λογάριαζα τους φόβους που μούχε πη η μάνα μου.

Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε. Τι να κοίταζε!

Μάναψε και περισσότερο τη μανία του κυνηγιού ο Βασίλης με τις υπερβολές πούλεγε για μένα. Η μητέρα μου φαινότανε χαρούμενη, δεν έκαμε όμως την υπόσχεση που μούχε δώσει για το δίκαννο. Ήθελε, ως έλεγε, να μαγοράση ένα τσιφτέ ελαφρό, για τα χέρια μου· κεπειδή τέτοιος δε βρισκότανε στο χωριό, θα παράγγελνε να μου το φέρουν από την πόλη. Ως τόσο θάτον στη διάθεσή μου το τουφέκι του Βασίλη.

Ήλθεν εις την αποβάθραν με σάκκον πλήρη τροφίμων και με άλλα τινά εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς, — Πώς το έμαθες, Βασίλη; του λέγει. — Το έμαθα, παπά, απ' τον μάστρο-Πανάγο τον μαραγκό. — Τι ώρα και πού τον είδες; — Κατά τας δέκα τον ηύρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κ' εβγήκε να πιή δύο τρία κρασιά με το ισνάφι.

Τρεις νυφάδες, δυο γυιοί, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλοναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγη μες από τα σπλάγχνα της, δε μπορούσε να γεμίση τον τόπο του τρίτου γυιού της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακρυά στην Ξενιτειά.

Ακριβώς την επαύριον η γραία Φουλίτσα, ολοστρόγγυλος ως κορασίς, συναντήσασα την γραίαν Αχτίτσαν ξηράν ως κορμόν πλατάνου, εις του Βασίλη την βρύσιν, ανήγγειλε προς αυτήν, ότι τα δέκατα θα τα πάρη φέτος ο καπετάν-Παρμάκης.

Είνε λίγα χρόνια τώρα, μια πρωινή, με οδηγό τον παντοτεινό μου αγωγιάτη, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, επήγαινα από τη χώρα στην εξοχή, μιάμιση ώρα μακρυά. Ο δρόμος δεν είνε άσχημος, τα περίχωρα μόνο σου φέρνουν μελαγχολία.

Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτή τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μας σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κ' είπε της μάννας μου. «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο ΚαπλάνηςΔεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.