United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στα γοργά σαν έφτασαν των Μυρμιδόνων πλοία, 185 τον ήβραν που διασκέδαζε μ' ωριόφωνο λαγούτο, ομορφοπλούμιο, κι' αργυρό είχε ζυγό από πάνου, που διάλεξε απ' τ' Αητιού το βιος σαν πήρε το καστρί του· μ' αφτό γλεντούσε, αρματωλών παλικαριές λαλώντας, κι' αντίκρυ είταν ο Πάτροκλος μονάχος καθισμένος 190 ήσυχος, πότε το σκοπό θα πάψει καρτερώντας.

Δεν είναι από κείνους που διαλαλούνε στα κεραμίδια παλικαριές και ξυπνάδες. Ο Στόικος είναι Βούλγαρος, όχι Ρωμιός. Βαρύς σαν το χώμα, μα και γόνιμος σαν το χώμα. Χοντροκέφαλος, όσο θέλεις. Η χοντροκεφαλιά του όμως, μια και χαμογέλασε η τύχη στην πόρτα του, στάθηκε σωτηρία και δόξα του.

Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτή τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μας σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κ' είπε της μάννας μου. «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο ΚαπλάνηςΔεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.

Η ζωή των ναυτικών είνε ίδια και απαράλλαχτη: Κίνδυνοι στη θάλασσα, παλικαριές και αγάπες στη στεριά. Ό,τι τους έκαμεν εντύπωσι ήταν το πάθημα του «Σωτήρα». Καθένας είχεν εμπρός του ολοφάνερο το εκδικητικό κύμα, που καταπιασμένο ψιλά στα ομιχλωμένα και άξενα μέρη της Μαύρης θάλασσας, εκατέβαινεν όλο φουσκώνοντας και όλο βογγώντας ως τα ήμερα ακρογιάλια της Ελλάδας για να τιμωρήση την προδοσία.

Αμίλητοι όλοι μας, σα να κοβότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου... Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γέρο Βασίλης είτανε τέτοιος ήρωας... Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλικαριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κ' έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του... Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δης.

Και σαν του τα ιστόρησε όλα, του λέει: «Θυμάσαι, παιδί μου, τις Ελληνικές εκείνες παλικαριές που σου ιστορούσα πέρσι; Βραδιές και βραδιές πέρασαν από τότες, και δεν μπορέσαμε να ξαναβρούμε ένα Κόδρο, ένα Λεωνίδα. Πού και πού θα πης πιάναμε κανέν' αγρίμι, μα πού τα φοβερά εκείνα τα λιοντάρια της παλιάς εποχής! Θάλεγες πως πάει, ξεθύμανε πια το Ελληνικό το αίμα!