Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Εστάθηκα φυλαγμένος εκεί όλην την ημέραν· Έπειτα με έδεσαν εις ένα δένδρον και έμεινα εκεί όλην την νύκτα καρτερώντας τον θάνατον ώραν την ώραν.

Και στην πλατέα αφτοί είτανε, οι Τρώες, συναγμένοι όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας 415 πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης, καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Μένω σα να πούμε καρτερώντας με αγωνία πως μια μέρα θα μπορέσω να φωτιστώ για ό,τι δε γνωρίζω. Και μ' αυτό βλασταίνει μέσα μου μια σκέψη, που ρίζωσε τη στιγμή που γνώριζα πως θα πεθάνη το παιδί μου. Εννοώ πως ό,τι κι αν είναι αυτό, πραγματικότητα είτε φαντασία, μια μέρα θα μου πάρη τη γυναίκα μου. Είναι τόσο στενά δεμένη με τη ζωή μου, που δεν μπορώ να κάμω χωρίς αυτή.

Και πίσω από το αεροκάμωτο τείχος ετόξευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθή συφάμελος και να ταράξη τα σύμπαντα. Μα κ' εκείνες άρχισε να τις αισθάνεται η θάλασσα, τα πανιά μας να φουσκώνουν, να παίρνει δρόμο το πλεούμενο.

Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος, και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας 385 πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Ο Καλίφης, εμβαίνοντας εις αυτό, είδε πολλούς ανθρώπους του σπητιού σκλάβους και ελευθέρους, που επερνούσαν τον καιρό τους με χαρές και παιγνίδια καρτερώντας τες προσταγές του αυθέντου τους· και πλησιάζοντας εις ένα από αυτούς, του είπε· Αδελφέ, σε παρακαλώ, ύπαγε να ειπής του αυθέντου σου, ότι ένας ξένος επιθυμεί να ομιλήση με αυτόν.

Νύχτες ολάκερες τριγύριζε στις κουμαριές, γύρω απ' την Ανάληψη, σαν το στοιχειό και σαν την άδικη κατάρα, καρτερώντας την κοπέλλα του. Μυαλό είν' αυτό. Δε θέλει και πολύ για να γυρίση. Σαν του γύρισε, άφησε τους ανθρώπους και τάβαλε με τα σκυλιά. Πρώτα-πρώτα τάβαλε με το σκυλί της παπαδιάς.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν