United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επλησίαζεν ήδη εις το Ναυπηγείον, όπου τότε ετελείωνεν η πόλις, επεριπάτει δε εισέτι παρά τον αιγιαλόν, ότε είδεν αίφνης μακρόθεν τον Λιάκον, τον αγαπητόν του Λιάκον, εξερχόμενον της πόλεως. Μειδίαμα ευχαριστήσεως εφαίδρυνε το στρογγύλον πρόσωπον του Κ. Πλατέα.

Την γυναίκα του την Σεραϊνώ, την είχε κράξει το πρωί, καθώς κατέβαινεν από τον κρεμαστόν σοφάν, όπου είχε κοιμηθή, κ' εφόρεσε τα πανοβράκια, με τας κεντητάς βρακοζώνας και τα πλατέα μανίκια, κ' έπινε το πρωινόν σερμπέτι του. Διότι μόλις είχεν εισαχθή τότε εις τον τόπον ο καφές.

Το ύφος του επείραξε τον Κ. Λιάκον. — Κύριε Πλατέα, είπε ξηρά ξηρά. Σου είπα πολλάκις, επαναλαμβάνω δε, — και το επαναλαμβάνω διά τελευταίαν, ελπίζω, φοράν, — ότι ουδέν δικαίωμα έχω ούτε θέλω να έχω επί της ευγνωμοσύνης σου.

Και στην πλατέα αφτοί είτανε, οι Τρώες, συναγμένοι όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας 415 πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης, καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα.

Απεσιώπησε και του Κ. Μητροφάνους την τραχύτητα και της εξαδέλφης του την φαιδρότητα, παρέστησε δ' επιδεξίως την ανάγκην της μεσολαβήσεώς της, εις τρόπον ώστε ουδεμίαν ως προς τούτο αντίρρησιν επέφερεν ο Κ. Πλατέας. Τώρα η υπόθεσις έμενεν εις τας χείρας της εξαδέλφης, η οποία υπεσχέθη να μηνύση προς τον Λιάκον, εις την οικίαν του Κ. Πλατέα, το οριστικόν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.

Οι συνήθεις γραμματείς ή Φαρισαίοι, εκτεθηλυμμένοι εκ της ευωδίας, οιηματίαι προ του γενικού σεβασμού, συνήρχοντο εν τη συναγωγή με τα πλατέα φυλακτήριά των και τους πολυτελείς χιτώνας των, και προέβαινον εις υπνηλήν εποικοδόμησιν των ακροατών αυτών, κρατούντες ανά χείρας το μ ι δ ρ ά ς το βρίθον παιδαριωδιών και αγόνων και κοινών παραδειγμάτων· αλλά μόνη η θέα του Ιωάννου του Βαπτιστού εδείκνυεν ότι ήτο άλλου είδους διδάσκαλος.

Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου, Μεγάλη Ανάστασι. Εκείτην Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλληόλον τον κόσμο.

Η διαπασών του στεναγμού, ή και μόνη ίσως η ιδέα του Κ. Πλατέα πάσχοντος δεινά ερωτικά, έφερε το μειδίαμα εις τα κατηφή του Λιάκου χείλη. — Πώς δεν μου είπες ποτέ τίποτε; επανέλαβε. — Δεν σου είπα, απεκρίθη ο Διάκος, διά να μη σε ζαλίζω. Αλλ' ιδών την έκφρασιν θλίψεως συνάμα και επιπλήξεως, η οποία επεχύθη εις το πρόσωπον του φίλου του, επρόσθεσεν αμέσως: — Να σου τα είπω όλα, αφού το επιθυμείς.

Κι' έσκουζε ο κόσμος κι' έδιναν άλλοι αλλουνού το δίκιο, μα οι κράχτες τους περιόριζαν. Κι' οι γέροι καθισμένοι στα μαρμαρένια τους θρονιά στη στρογγυλή πλατέα, κραχτών καλόφωνων ραβδιά στα χέρια τους κρατώντας 505 σηκώνουνταν με τη σειρά να κρίνουν ένας ένας. Κι' είταν στη μέση διο φλουριά βαλμένα, για να πάρει αφτός π' απ' όλους πιο σωστά το δίκιο θα ξηγούσε. 508

Διέλαμπε, το δώμα της Νέφος ουδέν σκιάζον, Μόνον το φως του λυκαυγούς Εφαίνετο λευκάζον, Και υπ' αυτό ελεύκαζε Κ' η άκρα του βουνού. Εκ των ανθέων, πανταχού, Ανέβαιν' ευωδία. Τα κελαδήματα πτηνών — Η θεία υμνωδίαΗκούοντο, κ' η πρωινή Η αύρα δροσερά Έπαιζε, ψιθυρίζουσα Εις τα πλατέα φύλλα Των πλαταμώνων, κ' υπ' αυτά Κρυμμέν' η Φιλομήλα, Έψαλλε, κελαδήματα Τονίζουσ' αλγηρά.