United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα ήτο φοβερόν, εάν τώρα ήτο ο Ρούντυ εις τον Μύλον. Αλλά ο Ρούντυ δεν ήτο εις τον Μύλον, όχι· όπερ ήτο χειρότερον, ήτο κάτω από την φιλύραν. Ηκούοντο δυνατά λόγοι θυμού, ημπορούσε να κτυπηθούν, ίσως και να σκοτωθούν. Η Μπαμπέττα ήνοιξεν εν αγωνία το παράθυρον· εφώναξε το όνομα του Ρούντυ, του είπεν ότι ημπορεί να φύγη; δεν ανέχεται να μείνη του είπε.

Ηκούοντο γογγυσμοί ασθενών, λυγμοί, ψιθυρισμοί προσευχών, ύμνοι βομβούντες χαμηλή τη φωνή και αι βλησφημίαι των δεσμοφυλάκων. Αι κνήμαι του Βινικίου εκλονίζοντο. Επί τη σκέψει ότι η Λίγεια ευρίσκετο εις την κόλασιν εκείνην, αι τρίχες της κεφαλής του ηνωρθώθησον και ο λαιμός του επνίγη.

Ήδη τα ελαιοτριβεία είχον αρχίσει την εργασίαν των, εκ των πυραύνων των οποίων εξήρχετο ο ελαιώδης καπνός, η πνοή της καιομένης πυρήνας. Βαρέα τινά πατήματα ως λαθρεμπόρων, ηκούοντο εις τας στενωπούς, αίτινες εβούιζον υποκώφως. Οι εργάται από των οικιών μετεκόμιζον εις τα ελαιοτριβεία τας ελαίας προς έκθλιψιν.

Τω όντι ηκούοντο ταύτα τότε με πολλήν παιδικήν ευχαρίστησιν, και ο γέρων ακόμη προθύμως μοι τα επανελάμ- βανε, διότι εγώ πολλάκις επανηρώτων αυτόν, ούτως ώστε μοι έγιναν μόνιμα ως εικών εγκεκαυμένη, ήτις δεν δύναται πλέον να εξαλειφθή. Και εις τούτους ακόμη ευθύς έλεγον αυτά ταύτα την πρωίαν, διά να έχωσι και αυτοί αφθονίαν λόγων, όπως και εγώ.

Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! Και λέγων έτρεχεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. —Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.

Εν τη σιγή δεν ηκούοντο, ειμή εκφράσεις ασθματικαί και τρομασμέναι: «Ιησού γλυκύτατε! Ιησού μακρόθυμεΕδώ και εκεί μικρά παιδία έκλαιον. Αίφνης γαλήνιος φωνή ηκούσθη λέγουσα: — Ειρήνη υμίν! Ήτο ο απόστολος Πέτρος, όστις εκείνην την στιγμήν ήλθεν εις το Άντρον. Εις τους λόγους τούτους ο τρόμος διελύθη, όπως διαλύεται ο τρόμος του ποιμνίου, όταν εμφανίζεται ο ποιμήν. Ηγέρθησαν πάντες.

Κατ' αρχάς η συζήτησις εγίνετο εις την αυλήν, παρά το μαγειρείον, και δεν διεκρίνετο καλώς το αντικείμενόν της, αλλά βαθμηδόν τα πρόσωπα του διαλόγου επλησίασαν εις την είσοδον της οικίας. Ηκούοντο δύο φωναί, η της μαγειρίσσης και άλλη γυναικεία φωνή. Η δευτέρα αύτη ήτο η ηπιωτέρα των δύο, ο δε ήχος της ήτο γλυκύς. Έπρεπε να προσέξη τις διά να εννοήση ότι ήτο γραίας γυναικός φωνή.

Η θάλασσα έφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκούοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου την ακτήν, εις ην μελαγχολικώς απήντα ο φλοίσβος του ύδατος παρά την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας. Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ήρχιζε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατανιά.

Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας.

Οι θεαταί ηγείροντο από τας θέσεις των, τινές άφινον τα καθίσματά των και κατήρχοντο εις τας κατωτέρας σειράς διά να ίδωσι καλλίτερον και συνωθούντο και συνεθλίβοντο μέχρι θανάτου. Από καιρού εις καιρόν ηκούοντο απάνθρωποι φωναί· άλλοτε ανευφημίαι· άλλοτε βρυχηθμαί, γρυλλισμοί και κρότοι σιαγόνων και ουρλιάσματα κυνών· ενίοτε πάλιν ηκούοντο οιμωγαί και θρήνοι . . . .