United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα! Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσιαντή.

Ενταύθα δεν ηκούοντο φαιδραί λαλιαί, δεν αντήχουν άσματα, δεν ωπτάνοντο πρόσωπα μειδιώντα, δεν ηκούοντο φιλήματα. Το μόνον ερύθημα όπερ ενεφανίζετο, ήτο το ερύθημα της Ηούς, προκυπτούσης καθ' εκάστην εκ του ορίζοντος, και ο μόνος ερωτικός στεναγμός, όστις αντήχει, ήτο ο του άνεμου, όστις ενίοτε καθίστατο ηπιώτερος, αλλά συνήθως εβρυχάτο απειλητικώς.

Κατόπιν δε ηκούοντο μεγάλαι προπαρασκευαί και ήρχοντο συχνά απειλαί εκ μέρους του βασιλέως της Περσίας, εις ολίγον όμως διεδόθη ότι ο μεν Δαρείος απέθανε, ο δε υιός του, νέος και ακάθεκτος, ανέλαβε την εξουσίαν και διόλου δεν απεμακρύνθη από την επίθεσιν.

Δεν παρήλθον πολλαί στιγμαί και ο Μπάρμπα-δήμαρχος παραδόξως ανήσυχος, ου ηκούοντο ολονέν τα βήματα εις το παλαιόν πάτωμα πέρα-δω, πλησιάζει εις την κλαβανήν σιγά-σιγά πάλιν και κράζει·Να μη καής, Χρυσώ!

Άλλοι πάλιν εκήρυττον, ότι ο Καίσαρ είχε τρελλαθή, ότι εκάλεσε τους πραιτωριανούς και τους θηριομάχους να κτυπήσουν τον λαόν και ότι επέκειτο η γενική σφαγή. Εδώ και εκεί ηκούοντο ψαλμοί αδόμενοι υπό ανδρών νέων, γερόντων, γυναικών και παιδίων· ύμνοι των οποίων η έννοια έμενε σκοτεινή και εν οις επανελαμβάνοντο πάντοτε αι λέξεις: «Ιδού έρχεται, ο κρίνων την γην, εν ημέρα οργής και θλίψεως».

Τα αναρίθμητα κελαδήματα των πτηνών ούτε ηκούοντο καν υπό των καταπεπληγμένων γυναικών και πάσα κίνησις φύλλων υπό του δροσερού ανέμου αναπαρίστανεν εις την έκπληκτον φαντασίαν των δειλών εκείνων όντων την αυχμηράν όψιν ληστού ή λιάπη! Πόσον ο τρόμος μεταβάλλει την όψιν των πραγμάτων! Αι περισσότεραι ούτε εξήλθον καν τας τρεις πρώτας ημέρας.

Αλλ' εις τους κόλπους του γέροντος κρύπτουσα την κεφαλήν η τάλαινα μήτηρ μου αφέθη τότε ολόκληρος εις της λύπης την κυριότητα, και ηκούοντο οι λυγμοί της, και οι στεναγμοί της εξέσχιζον την καρδίαν μου.

Και ηκούοντο ζωηρώς και χαρμοσύνως διασταυρούμενα ως τρελλά πτηνά του λειμώνος κυνηγούμενα απ' εδώ και απ' εκεί. — Χριστός Ανέστη!

Μόνον εις δύο τρεις οικίας ηκούοντο εισέτι τα τελευταία απηχήματα του τραγουδιού του αγίου Βασιλείου· και όταν ηκούσθη ο στίχος ο τρυφερός του εγκωμίου της κόρης: «Κυρά μ' τη θυγατέρα σου, κυρά μ' την ακριβή σου», η Μιλάχρω εσταμάτησεν ολίγον και διά ν' αναπνεύση και διά ν' ακούση τους στίχους, τους οποίους εφέτος εν τη ανησυχία της δεν είχεν ακούσει. Και εδάκρυσεν.

Και αι φωναί του όσον οξείαι, όσον διαπεραστικαί και αν ήσαν, δεν θα ηκούοντο πέραν· θα επνίγοντο και θα εβωβαίνοντο εν μέσω του φοβερού βόμβου της τρικυμίας. Τ' Αραπάκια ήσαν ύφαλοι, ή μάλλον σκόπελοι, ολίγον ανέχοντες άνω του κύματος μαύρας οξείας κορυφάς.