United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φιλήματα, ον δεν αρκεί βίος ανθρώπου ίνα εξαλείψη τα ίχνη εκ των χειλέων, αλλ' ο θάνατος μόνος αρπάζει αυτά εκ του στόματος. «Φύγωμεν, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος, φύγωμεν! » Και ο ήχος της λέξεως ταύτης συνέπιπτε παραδόξως με τον κρότον των φιλημάτων. Ποία γραφική δύναται να παραστήση το είδος του φιλήματος; Ποία μουσική ισχύει να μελοποιήση τον ήχον αυτού; «Φύγωμεν, Αϊμά, φύγωμεν, φιλτάτη μου Αϊμά!

Η ξανθή κοπέλλα έβαλλε τις φούχτες κάτω απ' τη βρύση και τα λευκά της χέρια ξεχείλισαν σαν ασημένιο ποτήρι. Ο φιλόσοφος έσκυψε στο ωραίο ποτήρι κ' έσβυσε τη δίψα του με νερό και με φιλήματα. Κι' ο φιλόσοφος νόμιζε πως ονειρεύεται... Ύστερα ξαπλώθηκαν απάνω στη δροσερή χλόη. Το φεγγάρι ήτανε σταματημένο απάνω απ' τα κεφάλια τους και τους έλουζε με το φως του.

Επέρασαν εμπρός μου ανεμοπόδαρες παρθένες ξανθές, μελαχροινές, μαυρομάτες, ανθοστολισμένες και γυμνόστηθες να μου χαρίζουν φιλήματα. Είδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμάτες από καπνούς και κρασοπότηρα, σαντούρια και λαβούτα γλυκόφωνα. Εκεί άκουσα ένα ναύτη να με δείξη στους συντρόφους του και να ειπή: — Να κ' ένας που αρνήθηκε τα καλά της θάλασσας από φόβο! Ετινάχθηκα τρελός απάνω.

Έπειτα κατεκλίνετο εις το μέσον του ναού και υπεκρίνετο τον κοιμώμενον, τότε δε κατέβαινε προς αυτόν εκ της οροφής ως εξ ουρανού αντί της Σελήνης κάποια Ρουτιλλία, ωραιοτάτη, σύζυγος ενός των οικονόμων του Αυτοκράτορος, πραγματικώς ερωτευμένη με τον Αλέξανδρον και ανταγαπωμένη υπ' αυτού, και υπό τα βλέμματα του γελοίου της συζύγου αντήλασσον φιλήματα και εναγκαλισμούς• και αν δεν ήτο πολύ το φως ίσως θα συνέβαινε και τίποτε εκ των μάλλον αποκρύφων.

Ο νέος μου κάτοχος ούτε την επιβάλλουσαν και σοβαράν είχεν αναβολήν του πρώτου μου αγοραστού, ούτε μύρα απέπνεεν ως η πρώτη μου κυρία, ούτε φλογερά απέθηκεν επί της παρειάς μου φιλήματα, ως η χαρίεσσα θαλαμηπόλος, ούτε εις θυσίας υπεβλήθη χρηματικάς προς απόκτησίν μου, ως πολλοί των μετά ταύτα κυρίων μου.

Το σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Κάτι του φαινότανε πως ξεκολλούσεν από κει, προχωρούσε μέσα στο πέλαγος, έφτανε στο καράβι, και χαλούσε την ησυχία της νύχτας. Ήτανε το τελευταίο συνάντημα με τη μικρή Καίτη του καφεσαντάν. Τα όμορφα λόγια και τα γλυκά φιλήματα είχανε σχηματισθεί τώρα σε κάτι μαλακό και θερμό και μεθούσανε την ύπαρξή του.

Ξηρές κι ολόγυμνες η κορυφές τούτες, δίχως κλαρί, δίχως φυτιά, σαν καψαλισμένες από την πολλή μπαρούτη που κάηκε απάνω τους, ερροδοβάφοντο, σα να κοκκίνιζαν παρθενικά στα φιλήματα του ερωτεμένου ηλιού, σα νάνοιωθαν κάποια ζωή νιότικη μέσα τους, σα νάθελαν να δείξουν ότι ποτέ δε γεράζουν τα βουνά ταύτα, ότι χτυπάει μέσα τους πάντα λεβέντικη καρδιά κι ανυπόταχτη, και βράζει μέγας θυμός κι απάτητος.

Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

Ενταύθα δεν ηκούοντο φαιδραί λαλιαί, δεν αντήχουν άσματα, δεν ωπτάνοντο πρόσωπα μειδιώντα, δεν ηκούοντο φιλήματα. Το μόνον ερύθημα όπερ ενεφανίζετο, ήτο το ερύθημα της Ηούς, προκυπτούσης καθ' εκάστην εκ του ορίζοντος, και ο μόνος ερωτικός στεναγμός, όστις αντήχει, ήτο ο του άνεμου, όστις ενίοτε καθίστατο ηπιώτερος, αλλά συνήθως εβρυχάτο απειλητικώς.