United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ρωμιό μ' έκαμε ο Θεός, ρωμαίικο χώμα πατώ, ρωμαίικο αέρα ανεσαίνω, — πώς θέλετε να τα χωνεύω τα ολόστεγνα ξεροπέτσια που μου ξεθάβετε! Με τη μασιά τα παίρνω και τα πετώ, και ή μου δίνετε όσα η καρδιά μου γυρεύει κι ο νους μου ονειρεύεται, ή πεθαίνω από την ατροφία.

Και μια ακτίνα του παρελθόντος εισέδυσε στη ψυχή μου, όπως ένας αιχμάλωτος που ονειρεύεται κοπάδια, λιβάδια και δόξες! Εστάθηκα! — Δεν κατηγορώ τον εαυτόν μου γιατί έχω το θάρρος να πεθάνω.

Ο Έφις τον είχε δει λίγο πριν πάνω στο μικρό κρεβάτι κατά μήκος του τοίχου, με τα βλέφαρα κλειστά, τόσο λεπτά που έμοιαζε να τα διαπερνά το γαλάζιο των ματιών, με τα πυρόξανθα μαλλιά του πάνω στο λευκό του μαξιλαριού και τις γροθιές σφιχτές σαν μωρό που ονειρεύεται. Είχε ξεχάσει καταγής αναμμένο το φως.

Τέλος πάντων! μεθ' όλας τας προσπαθείας του, μετά τόσας ημέρας ανησυχίας, πάλης, λύπης, την επανεύρεν! Ηθέλησε κατ' αρχάς να βεβαιωθή, ότι δεν ονειρεύεται. Αλλ' όχι· έβλεπε την Λίγειαν και δεν απείχεν αυτής ειμή δεκαπέντε βήματα. Εκείνη ίστατο εν πλήρει φωτί.

Κ' ενώ ο Δάφνης έκανε θυσίες, συνέβηκαν τούτα στη Χλόη: καθότανε κλαίγοντας, βόσκοντας τα πρόβατα και καθώς ήτανε φυσικό λέγοντας: — Μ' ελησμόνησε ο Δάφνης· ονειρεύεται γάμους πλούσιους· γιατί τον έβανα να ορκιστή στα γίδια αντί στις Νύμφες; Τάφησε κι αυτά σαν τη Χλόη· μήτε ενώ θυσιάζει στον Πάνα και στις Νύμφες επιθύμησε να ιδή τη Χλόη· βρήκεν ίσως κοντά στη μάννα του δούλες καλύτερες από μένα· ας είναι καλά· μα εγώ δε θα ζήσω.

Μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό.» «Μόνο αυτό έχετε να μου πείτε;» «Μόνο αυτό έχω να σου πωΣώπασαν. Εκείνη έραβε, εκείνος είχε σηκώσει τα γόνατα και τα έσφιγγε με τα χέρια. Του φαινόταν ότι ονειρεύεται, δεν καταλάβαινε. Τελικά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω.

Είσαι καλός πατριώτης εσύ, είσαι και διπλωμάτης. Τώρα που δεν κόβει πια το μαχαίρι σου, που σκούριασε η πιστόλα σου, βρίσκεις καιρό να συλλογιστής, κ' εκεί που χτυπάεις το χαλβά σου, ο νους σου κατεβάζει αλήθειες που ο πιο ξακουσμένος Σοφτάς της Ρωμιοσύνης δεν τις ονειρεύεται! Άφερημ, άφερημ! Τι θα είταν η Ρωμιοσύνη ανίσως κ' είχαμε και μεις μερικούς χαλβατζήδες! Εμείς μήτε χαλβατζήδες δεν έχουμε!

Κι άξιζε σταλήθεια να ονειρεύεται τόμορφο το χωριό, γιατί, άφησε που τα σπίτια του στέκουνταν το καθένα και στο περιβόλι του μέσα μέσα, άφησε που τρεχάμενα νερά το δρόσιζαν κι ακούραστα αηδόνια το γλέντιζαν, είταν κ' οι κάτοικοί του πιο ανοιχτόκαρδοι από τους χωριανούς του Παυλή, γεννημένους σε τόπο πιο γυμνό και πιο βουνήσιο, που λεμονιά κι α φύτρωνε, μήτε να φουντώση μήτε να λουλουδίση δε δύνουνταν.

Και το γεγονός ότι η κρίσις μάς απομακρύνει από το χείλος της αβύσσου μας προσεγγίζει εις αυτήν με μεγαλυτέραν δύναμιν. Δεν υπάρχει πάθος εις την φύσιν σατανικώτερον και μάλλον ανυπόμονον από το πάθος ενός ανθρώπου, ο οποίος, ενώ φρικιά εις το χείλος μιας αβύσσου, ονειρεύεται να πέση εις αυτήν.

Αλλ' ο Φλώρος δεν είχεν ακόμη καταντήσει να ονειρεύεται λευκούς κοσσύφους, την δε Ιωάνναν του, καίτοι τεσσαρακοντούτιδα, ουδ' αντί δυο εικοσαετών παρθένων ήθελεν ανταλλάξει.