United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δέκα χρόνια γεροντώτερος κινούσε κατά το σπίτι του ο Προεστός σαν τάκουσ' αυτά. Τα δηγήθηκε της γριάς του. Κλαίγοντας η γριά τα ξανάειπε του γυιού της. Μα εκείνος μόλις τάκουσε, και δίχως μήτε λέξη να ξεστομίση, σέρνει κατά τον πύργο και γυρεύει να δη τον Αγά. Έλειπε ο Αγάς στο Μεζλίσι εκείνη την ώρα. Περίμενε λοιπό στην αυλή ο Ηλίας.

Μόλις ύστερ' από τον όρκο εστάθηκε και πρόσμεινε τον Άστυλο, που έτρεχε· κι όταν εσίμωσε τον εγλυκοφίλησε. Κ' εκεί που φιλούσε εκείνονε, φτάνει τρεχάλα ο άλλος κόσμος, δούλοι, δούλες, ο ίδιος ο πατέρας, η μητέρα μαζί του. Όλοι αυτοί τον αγκάλιαζαν, τον εγλυκοφιλούσανε χαρούμενοι, κλαίγοντας.

Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του.

Η Χλόη, σαν κορίτσι που ήταν, έβγανε αργότερο στη βοσκή τα πρόβατα του Δρύαντα, από το φόβο των άγριων βοσκών. Όταν οι κουρσάροι είδαν παλληκάρι ψηλό κι όμορφο και καλλίτερο από καθετί που θ' άρπαζαν από τα χτήματα, μη δίνοντας πια προσοχή μήτε στα γίδια μήτε στ' άλλα υποστατικά, τον έφερναν στο τρεχαντήρι κλαίγοντας και μην ηξέροντας τι να κάνη και δυνατά τη Χλόη φωνάζοντας.

Έπρεπε, 'σάν τον έλατο τρανός, να ζήσω τώρα Πέραεκείνα τα βουνά, 'ς τη σκλαβωμένη χώρα, Και όχι 'σάν τον ταπεινό το μαύρο κυπαρίσσι, Τώρα να ζω καλόγηροςαυτό το 'ρημοκκλήσι... Ποιος ήμουν...και ποιος έγεινα! — Και πάλι ο γέρως πάλι Έσκυψε πάλι κλαίγονταςτο βράχο το κεφάλι. ς'. Ποιος ήταν και ποιος έγεινε; Ήταν απ' τ' άγιο χώμα.

Ο υπηρέτης ήταν συνηθισμένος να υπακούει στις κυράδες του και δε ζήτησε άλλες εξηγήσει. Τράβηξε ένα κρεμμύδι από την αρμαθιά, ένα κομμάτι ψωμί από το δισάκι και ενώ το παιδί έτρωγε γελώντας και κλαίγοντας από τη μυρωδιά του καυτερού κολατσιού, ξανάρχισαν την κουβέντα. Τα σημαντικότερα πρόσωπα του χωριού μπερδεύονταν στην κουβέντα τους.

Όταν ήρθε την τελευταία φορά να μας πει πως παντρεύεται την Γκριζέντα και να συμβουλεύσει τη Νοέμι να δεχτεί τον Πρέντου, τον έδιωξε και ήταν τρομερή, όπως την είδες τώρα. Κι εκείνος έφυγε κλαίγοντας.

Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.

Και μην έχοντας πόρεψη στους ξένους εκείνους τόπους, στέλνουν πρεσβεία του Βάλεντα με παρακάλια να τους αφήση να περάσουν το Δούναβη και να πιάσουν τις ρημωμένες χώρες της Βουλγαρίας και της Θράκης. Κλαίγοντας τούταζαν πως θα μείνουν πιστοί του υπήκοοι και πως θα τονέ διαφεντεύουνε μάλιστα κι από τους Ούννους.

Την πήρα στο καλύβι, και ρωτώντας την έμαθ' αυτά που σας είπα.. Μου τάλεγε κλαίγοντας. Δεν το καλοπίστευα πως έβλεπα τη Λενιώ. Και σα συλλογιούμουν από τι Κόλαση γλύτωσε, ανέβαινε μεγάλος κόμπος εδώ στο λαιμό μου, και μ' έπνιγε. Ως τόσο σκοτείνιασε, κ' είταν ώρα να τηνε φέρω και στο χωριό. Τράβηξα αγάλι' αγάλια, με τη Λενιώ στον ώμο, δώδεκα χρονώ μαραμένο λουλούδι. Ακόμα έτρεμε, μα όχι πολύ.