United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχαμε ρθει εδώ από το ίδιο μονοπάτι, ναποχαιρετίσουμε ένα ωραίο καλοκαίρι. Κ' η Έλσα έβγαλε από το φόρεμά της μια μαύρη καρφίτσα και την έμπηξε στον κορμό ενός ελάτου. — Να δούμε αν θα είναι δω όταν ξαναέρθουμε είπε. Η ανάμνηση αυτή σκίρτησε μέσα στην ψυχή μου και με μελαγχόλησε. Άξαφνα είδα τη γυναίκα μου να τρέχη μ' ανάλαφρη κραυγή σ' ένα μικρό έλατο.

Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει· έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι 485 μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα. Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι 503 στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.

Πρι να βγη από τον τόπο του είχε ακουστά για το τρυφερό λατσούδι που φύτρωσε λάουλάου δίπλα στο γέρο έλατο. Μα τ' άκουσε και το πίστεψε ασήμαντο. Τόλεγε κ' εκείνος μούσκλι που φύτρωσε απάνω στο θεϊκό κορμό των Ευμορφόπουλων από τα βρωμόνερα και τον κουρνιαχτό της ανεμοζάλης. Μα τώρα που το είδε με τα μάτια του άλλαξε γνώμη.

Έπρεπε, 'σάν τον έλατο τρανός, να ζήσω τώρα Πέραεκείνα τα βουνά, 'ς τη σκλαβωμένη χώρα, Και όχι 'σάν τον ταπεινό το μαύρο κυπαρίσσι, Τώρα να ζω καλόγηροςαυτό το 'ρημοκκλήσι... Ποιος ήμουν...και ποιος έγεινα! — Και πάλι ο γέρως πάλι Έσκυψε πάλι κλαίγονταςτο βράχο το κεφάλι. ς'. Ποιος ήταν και ποιος έγεινε; Ήταν απ' τ' άγιο χώμα.

»Θυμάσαι, ανήλικο μ' είχε πετάξητο δρόμο η μοίρα μου, μικρό, μικρό, Τη μάνα οι άπιστοι μούχανε σφάξητο λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανόΕδώ επρωτώρθαμε... Μ' ακούς πατέρα;... Εδώ μ' ανάστησες νεκρό, φτωχό. Εδώ με πότισες δροσιά κι' αγέρα Μ' έκαμες έλατο, πατέρα εδώ.» «Πρώτος συ μώδειξες του εχθρού την όψη Και συ μ' εβάφτισες μεςτη φωτιά.

Πλέαμε σα σε μαγική τοποθεσία κι ακούγαμε να σπάζουν αλαφρά τα κύματα στα πλευρά της βάρκας. Και χωρίς να πούμε τίποτε, χωρίς να το είχαμε συμφωνήσει από πριν, γύρισα τη βάρκα έτσι ώστε στρήψαμε στους βράχους και βγήκαμε στο ακρογιάλι του άλλου κόλπου. Πιαστήκαμε χέρι με χέρι και τραβήξαμε στον παλιό δρόμο, που έφερνε στον ψηλόν έλατο, που στη φλούδα του είτανε μπηγμένη η σκουριασμένη καρφίτσα.

Να, είπεν εγώ εκεί θα ρίξω, 'ς τον κάτω έλατο!. . . Κ' έδειξε διά της χειρός απώτατα μικρόν έλατον, εις τους πρόποδας του ετέρου της Βουνιχώρας βουνού, του Παπαδάκου. Οι χωρικοί όλοι τον προσέβλεψαν έκπληκτοι, με κάποιαν δυσπιστίαν διά το απώτατον του σκοπού, ευλογούντες ενδομύχως τον γέροντα Χειμάρραν, διότι χάρις εις αυτόν θα έβλεπον εμπράκτως του νέου όπλου την ενέργειαν.

Τ' Ατρέα ο γιος τον Έλατο σκοτώνει, πούχε πατρίδα τον γκρεμό της Πήδασος, στην άκρη κοντά του Σάτνη πόταμου με το καθάριο ρέμα. 35 Το Φύλακο, εκεί πούφεβγε, ο αντριωμένος Λήτος, τόνε τρυπάει· κι' ο Βρύπυλος σκοτώνει το Μελάνθη. Έπειτα πιάνει ζωντανό τον Άδραστο ο Μενέλας.