United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' η Χλόη, αφού πήρε το σουραύλι και τόφερε στα χείλη της, έπαιζε όσο μπορούσε δυνατά· τα βόιδια ακούνε, γνωρίζουν το σκοπό και με μια ορμή, αφού εμούγκρισαν, πηδούνε στη θάλασσα. Κ' επειδή έγινε ορμητικό το πήδημα από τη μια μεριά του τρεχαντηριού κι άνοιξε η θάλασσα από το πέσιμο των βοϊδιών, αναποδογυρίζεται το τρεχαντήρι και βουλιάζει εξ αιτίας της θαλασσοταραχής.

Και βγάζανε οχ τον πόλεμο το γέρο τα γοργά του τα ζα δρωμένα, και μαζί το στρατηγό Μαχάο. Εκεί τον είδε κι' ένιωσε το γέρο ο Αχιλέας, τι έστεκε ομπρός στ' απλόκοιλου τρεχαντηριού την άκρη 600 θωρώντας τη βαριά δουλιά και τ' άχαρο κυνήγι· και κράζει εφτύς τον Πάτροκλο να βγει ναν του μιλήσει. Κι' εκείνας μόλις άκουσε απ' την καλύβα μέσα, βγήκε σαν Άρης... μα κακού αρχή είταν ναν του γίνει.

Γλυκύ αίσθημα και ισχυρόν η αγάπη της πατρίδος ! Ότε από του τρεχαντηριού είδα περί εμέ καταπράσινον την φύσιν, και τ' απέχοντα χωρία, και την επί της άμμου μικράν συνάθροισιν, η καρδία μου ηυφράνθη.

Τ' όνομα του τρεχαντηριού δεν ήταν άλλο παρά τ' όνομα που είχεν η Αμερικάνα. Παράξενη γυναίκα παράξενο και τ' όνομά της. Έτσι τα εκομπόδεσαν και ησύχασαν όλοι τους. Ο καπετάν Βαλμάς έφερε και μετρητά στην πατρίδα. Ευρήκε το πατρικό του χαλασμένο· τον κήπο χέρσο· την οικογένειά του ξεκληρισμένη. Μόνον το σπίτι εδιόρθωσε για να ξεχειμάζη. Ούτε κήπο εφρόντισεν ούτε άλλο τίποτα. Ερρίχθηκε στη δουλειά.

Ήρχετο εκ Ψαρών με φορτίον σίτου προς πώλησιν, η δε σύγχρονος του τρεχαντηρίου μας άφιξις επροκάλεσε ρήξιν φοβεράν. Οι Ψαριανοί δεν είχον την ελαχίστην διάθεσιν να υποβληθώσιν εις ειρηνικόν συναγωνισμόν πωλήσεως, αλλ' ήθελον δι' απειλών να πείσωσι τον πλοίαρχόν μας ν' αποπλεύση εκ της αυτοσχεδιασθείσης εκείνης αγοράς, όπου είχον των πρωτείων τα δικαιώματα.

Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει· έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι 485 μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα. Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι 503 στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.