Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Εγώ θα φώναζα και τους δύο, μου απήντησε. Μη μου λέγης τώρα ότι θα εφώναζες και τους δύο, του είπα, αλλά λέγε μου ποίον θα εκαλούσες γρηγορώτερα και πρωτήτερα από τον άλλον. — Κι' αν υποθέσωμεν ότι ευρίσκεσαι μέσα σ' ένα πλοίο το οποίον κινδυνεύει από την τρικυμίαν, εις ποίον από τους δύο ήθελες εμπιστευθή τον εαυτόν σου και τα υπάρχοντά σου, εις τον πλοίαρχον ή εις τον φιλόσοφον;

Έβαλεν ένα εξάδελφόν του πλοίαρχον εις το ένα μπάρκο, όστις δεν εύρε δουλειές να δουλεύση και «τον έβαλε μέσα»· το άλλο τo εξεχώρησε «χρεωλυτικώς» εις ένα παλαιόν φίλον του θαλασσινόν, όστις το έφαγε, σκάφη κι' άρμενα και καρφιά, κι' αυτός έμενεν ως έγγιστα δύο έτη εις την γενέθλιον νήσον.

Αλλ' όταν ανήχθημεν εις το πέλαγος και είδα τον πλοίαρχον να δακρύη και να φιλονεική με τους ναύτας, ήρχισα να υποψιάζωμαι και ν' ανησυχώ. Ο Αλέξανδρος είχε δώσει παραγγελίαν να μας ρίψουν εις την θάλασσαν και ούτω θα εξεδικείτο και θα απηλάσσετο ευκόλως από ένα εχθρόν.

Όλοι τον ήθελαν ως βοηθόν, ως δεύτερον πλοίαρχον, αυτός όμως κατέληξεν εις το πλοίον του Καραγιάννη, νέου πλοιάρχου, με τον οποίον συνεδέθη με τους αρρήκτους δεσμούς φιλίας πραγματικής. Ο Αντωνέλλος ήτο η ψυχή του πλοίου. Ακαταπόνητος, αυστηρός, αλλά δίκαιος, μόνον τους οκνηρούς απεστρέφετο. Νεότητα ο Αντωνέλλος δεν είχε γνωρίση· παρήλθε δι' αυτόν χωρίς σχεδόν να το καταλάβη.

Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς: — Κοτσάνι! Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του.

Βρε παιδί μου! βρε γυιε μου! βρε μοναχογυιέ μου! βρε Μοναχάκη μου! Και αφού πέρασαν τα Φώτα ήρχισε να σχεδιάζη να παραδώση το πλοίον του εις άλλον πλοίαρχον επί μισθώ, διότι ηκούοντο δουλειές επάνω, εις τον Ποταμόν. Τι να κάμη! Πολύ τον κατέπληξε τον πραΰτατον γέροντα η αιφνιδία αυτή μεταβολή του υιού του.

Και τον έβλεπες εκεί τον μπάρμπα-Κώσταν με το ολλανδικόν κασκέτο του εν μέσω των παιδιών ως απόμαχον πλοίαρχον διατάσσοντα εν τάξει τα πάντα.

Δι' αυτών εσκόπουν να περιπλανηθώ εις Χίον, ως πωλητής, μέχρις ου φθάσω εις τον Πύργον μας. Άνευ αυτών ανετρέπετο το σχέδιόν μου και κατεστρέφετο η ελπίς μου. Ήθελα ν' αποτείνω τον λόγον προς τον πλοίαρχον, να τον παρακαλέσω να μου φεισθή, τουλάχιστον να μη ρίψη και τα δύο εις την θάλασσαν, αλλ' ούτε να κινηθώ είχα την δύναμιν ούτε να λαλήσω.

Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν: — Ούτε πανίτο πέλαγος, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά.

Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν