United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άραγε δεν λέγουν αυτό όσοι νομίζουν παρακλητούς τους θεούς; Αυτό βεβαίως. Λοιπόν με ποίους από τους προηγουμένους φύλακας αν παρομοιάση τους θεούς δεν θα γίνη γελοίος οποιοσδήποτε άνθρωπος; Άραγε με τους πλοιάρχους, οι οποίοι με κέρασμα οίνου και με την κνίσαν εκτροχιάζονται και εκτροχιάζουν με τα πλοία και τους ναύτας; Διόλου μάλιστα.

Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος δεκαπέντε ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε με τόσην ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν τρεις χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους αγνωρίστους εις τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην.

Ο δε Χαλκιδεύς και ο Αλκιβιάδης, αφού κατεδίωξαν τον Στρομβιχίδην μέχρι της Σάμου, ώπλισαν τους ναύτας του Πελοποννησιακού στόλου, τους άφησαν εις την Χίον, τους αντικατέστησαν διά ναυτών εκ της νήσου εκείνης, παρεσκεύασαν ακόμη άλλα είκοσι πλοία, και διηυθύνθησαν προς την Μίλητον, διά να την αποστατήσουν.

Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις λαβωματιές, δεν τες έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν με θυμόν εγύρισε, και έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με μίαν άκραν δύναμιν τον έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς μας.

Αλλά και το πλήρωμα της «Ενώσεως» ήτο εκλεκτόν, αποτελούμενον από ναύτας πεπειραμένους, εις τους οποίους ο Σουρμελής είχε μεταδώσει την ψυχραιμίαν και τον ενθουσιασμόν του. Η εκφόρτωσις εγίνετο μετά καταπληκτικής ταχύτητος, των ναυτών βυθιζομένων μέχρις οσφύος εις την θάλασσαν διά να μετακομίζωσι κιβώτια και σάκκους· ο δε χειμών του 67 υπήρξεν εξαιρετικώς δριμύς.

Απεφάσισα λοιπόν να ταξειδεύσω· όθεν ετοίμασα τας χρειαζομένας πραγματείας, ομοίως και τα αναγκαία της οδοιπορίας, και του ταξειδιού αλλά διά να μην είμαι υποκείμενος εις καραβοκύρην, αγόρασα με τα έξοδά μου ένα πλοίον καινούργιον, και πολλά επιτήδειον διά ταξείδια, και έλαβα με τον μισθόν καραβοκύρην και ναύτας αρκετούς· και εφόρτωσα τας πραγματείας μου εγώ τε και άλλοι πραγματευταί, οι οποίοι μου επλήρωναν τον ναύλον, και μετά ταύτα αρμενίσαμεν.

Ήνοιξε την στενόμακρον κασσέλλαν του με έν τερπνόν γλυκοκελάδημα περιστρέψας την μικράν κλείδα εις την μουσικόκρουστον κλειδαριάν της, εξήγαγε μερικούς ξηρούς καρπούς, οίτινες απέκειντο εκεί, της συζύγου του δώρα, του χωρίου του γλυκείαι αναμνήσεις, καρύδια και σύκα και κυδώνια· και παραθέσας αυτά εκάλεσε τους ναύτας: — Ξεκουρασθήτε, βρε παιδιά, τώρα.

Κ' εκέρασε πρώτα-πρώτα αυτός τους ναύτας από ένα τσίπουρο της πατρίδος του, της αμπέλου του ευώδες ποτόν, για να τους βάλη, ως έλεγε, λίγο-λίγοτο δουζένι . Και ούτω πράγματι ήρχισαν να ψάλλωσιν οι ναύται κάτω το άσμα των Χριστουγέννων μετά πόνου βιαζόμενοι να λησμονούν την πατρίδα και τας οικίας των, συνηθισμένοι εις τας αποδημίας.

Αλλ' όταν ανήχθημεν εις το πέλαγος και είδα τον πλοίαρχον να δακρύη και να φιλονεική με τους ναύτας, ήρχισα να υποψιάζωμαι και ν' ανησυχώ. Ο Αλέξανδρος είχε δώσει παραγγελίαν να μας ρίψουν εις την θάλασσαν και ούτω θα εξεδικείτο και θα απηλάσσετο ευκόλως από ένα εχθρόν.

Εγώ κατά τύχην αγαθήν μαζί με μερικούς πραγματευτάς και διαφόρους ναύτας, κρατούμενος από ένα κατάρτι, εκαταντήσαμεν να μας ρίξη το κύμα την ερχομένην ημέραν προς την αυγήν εις ένα νησί, που έτυχεν εκεί έως πενήντα μίλια ξέμακρα από το ναυάγιον του καραβιού.