Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Εν τη ανησύχω δ' αυτής θέσει εν τη οποία ευρίσκετο, ήρχισαν πάλιν ν' αναγεννώνται, μία προς μίαν αι αιτιάσεις της κατά του Στάθη, όστις επέμεινε να την στείλη με τα γαλιά.
Εκείνη δε με ηρώτησε μήπως ήθελα ν' ακολουθήσω το παράδειγμά των, και ως προς αυτήν να μη ανησυχώ. — Εφ' όσον βλέπω αυτά τα μάτια ανοικτά, είπα, προσβλέπων αυτήν δυνατά, δεν υπάρχει βέβαια φόβος να κλείσουν τα δικά μου. — Εβαστάξαμεν και οι δύο έως εις την θύραν της, ότε η υπηρέτρια ήσυχα ήσυχα της ξάνοιξε, και ερωτηθείσα εβεβαίωσεν ότι ο πατήρ και τα μικρά είναι καλά, και ότι όλοι ακόμη εκοιμώντο.
Η Χριστίνα δεν έκαμεν άλλο παρά να ετοιμάζεται όλην την ημέραν, να κουράζεται όλην την νύκτα και να ξεκουράζεται την επομένην· ούτ' εγώ άλλο τίποτε παρά να την συνοδεύω, ν' αγρυπνώ, ν' ανησυχώ, να ζηλεύω, να κατασκοπεύω και να βλέπω εις τον ύπνον μου τον Ήφαιστον, τον Μενέλαον και τον Βιτούρην. Ούτος εξηκολούθει να συχνοδιαβαίνη από τα παράθυρά μας.
Μετά την εξομολόγηση του Τζατσίντο ανησυχούσε όταν έβλεπε τον ντον Πρέντου∙ του φαινόταν πιο ειρωνικός από το συνηθισμένο. Ένα απόβραδο τον περίμενε πλάι στην αιμασιά, και του είπε: «Ντον Πρέντου, πείτε μου, είδατε το μικρό μου αφεντικό; Ένα βράδυ ήρθε εδώ και είχε πυρετό και τώρα ανησυχώ για κείνον».
Έλεγε πως αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω ναρθώ μαζί σας, αν με παίρνετε. — Ας είνε, καλώς ναρθής, είπεν ο ιερεύς. Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικόν του λιμένος, έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός, και ο πλους ευοίωνος ήρχιζε.
Τι άλογα και τι άτια! τι φώκες και τι φάλαινες! τι Σειρήνες και τι Μέδουσες εκλωθογύριζαν κοπαδιαστά, εβρυχώνταν και αλλάλαζαν με χίλιων λογιών σφυρίγματα, χτύπους, κραυγές, δοντοκοπήματα στο σύσκοτον εκείνο χάος και την ασάφεια. Ν' ανησυχώ άρχισα.
Αλλ' όταν ανήχθημεν εις το πέλαγος και είδα τον πλοίαρχον να δακρύη και να φιλονεική με τους ναύτας, ήρχισα να υποψιάζωμαι και ν' ανησυχώ. Ο Αλέξανδρος είχε δώσει παραγγελίαν να μας ρίψουν εις την θάλασσαν και ούτω θα εξεδικείτο και θα απηλάσσετο ευκόλως από ένα εχθρόν.
Μα ανησυχώ όμως, μάννα, μήπως ως τότες στο νεκρό κακόμυιγες χωθούνε περνώντας τις βαθιές πληγές, και μέσα εκεί σκουλήκια 25 γεννήσουν και το λείψανο μου βλάψουν — αχ ο μάβρος πάει πέθανε — και το κορμί του το σαπίσουν όλο.» Τότε η λεφκόποδη θεά του λέει διο λόγια, η Θέτη «Παιδί μου, τέτοια συλλογή — άσε — μην έχει ο νους σου.
Μην ανησυχείς….» Εκείνη ζάρωσε τα άτριχα φρύδια της, ενώ παρακολουθούσε το νήμα από το αδράχτι. «Δεν ανησυχώ, ξέρεις!
Πλην αυτών έτυχε να ίδω δυο ή τρεις φοράς την γυναίκα μου εξερχομένην από το φαρμακείον τον Βιτούρη. Τούτο όμως δεν ηδυνάμην να θεωρήσω ως επιλήψιμον, ουδέ καν ως ύποπτον, αφού από εκεί επρομηθεύοντο αι Συριαναί της υψηλής περιωπής τα πασαλείμματα και τα μυρωδικά των. Η σκέψις όμως αύτη δεν μ' εμπόδιζε να τρώγωμαι και ν' ανησυχώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν