United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδειά, κι' η γυναίκα άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριώταν. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα κι' ένα παλληκάρι, μίλησε κρυφά με τη γυναίκα, βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σένα κομμάτι ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράση.

Με ζήτω υποδέχθηκε τους λόγους του μεγάλα, όλος ο τσαγκαρολαός, ο άσπρος σαν το γάλα, κ' έβαλαν μόνον της φωνές όσοι χωριάτες ήσανε, και δεν το παρεδέχθηκαν, και κάπως τα ξυνίσανε. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Φρόνιμοι άνθρωποι. ΧΡΕΜΗΣ Α, ναι• αλλά στην εκκλησία η μειονοψηφία τους δεν είχε σημασία, έκοβε δε του ρήτορα χίλια καλά η γλώσσα για της γυναίκες, και για σεου τόσα κι' άλλα τόσα! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τι είπε;

ΓΕΛΩΤ. Αν σ' έβαλαν εις τον φάλαγγα, διότι έκαμες αυτήν την ερώτησιν, καλά να πάθης. ΚΕΝΤ Διατί, τρελλέ; ΓΕΛΩΤ. Πρέπει να έμβης εις το σχολείον των μυρμηγκιών, να μάθης ότι τον χειμώνα δεν γίνεται δουλειά.

Ο βασιλεύς της Κίνας ξανατάζοντάς της να φυλάξη με κάθε υπακοήν τα όσα υπεσχέθη, δεν εστοχάσθηκε τότε άλλο, παρά διά την υπανδρείαν τους, την οποίαν ευθύς την έβαλαν εις πράξιν, και έκαμαν τους γάμους με μεγάλες χαρές ολωνών των εξωτικών.

Όχι, δεν το κόπτω, είπε το άλλο. Θα στολίση το κλουβί. Και έβαλαν τα παιδιά μέσα εις το κλουβί το χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον. Αλλά το πουλάκι έκλαιε την ελευθερίαν του, και εκτυπούσε με τα πτερά του τα σύρματα της φυλακής του. Το δε χαμόμηλον ήθελε να το παρηγορήση, άλλα δεν είχε φωνήν να λαλήση. Και επέρασεν ώρα πολλή και ενύκτωνε. — Δεν έχω νερόν! είπεν η κίχλα.

Απάνω σε κείνον το χρόνο απέθανε κι ο Κλαύδιος, και τονέ διαδέχτηκε ο Αυρηλιανός, και τούτον πάλε στα 275 ο Πρόβας. Κι αυτοί οι δύο τους πολέμησαν τους βαρβάρους και τους έβαλαν όρους κάμποσο ταπεινωτικούς.

Οι Κορίνθιοι, ανεξαρτήτως των δέκα πλοίων, τα οποία τοις ανήκον, έβαλαν ναύτας ακόμη και εις δύο της Λευκάδος και τρία της Αμπρακίας, τα οποία έμελλαν να αποστείλουν κατόπιν.

Και είναι βέβαια, ακόμη και τώρα, τελικός σκοπός της παιδείας, το να μάθει ο Ρωμιός την αττική γλώσσα, για να γίνει στο τέλος αρχαίος Έλλην, μα τώρα που έβαλαν νερό στο κρασί τους οι δάσκαλοι, προσπαθούν να φτάσουν στο αποτέλεσμα αυτό από άλλο δρόμο.

Και δε φροντίζω αν έβαλαν οι έξυπνοι στη λέξη, χ ε ι ρ α φ έ τ η σ ι ς κάποιο νόημα κοροϊδίας, ώστε να μη μπορή κανείς να τη μελετήση τη λέξη, χωρίς ο ίδιος να χαμογελάση πονηρά ή χωρίς να δη τους άλλους γύρο του να χαμογελάνε· και δε φροντίζω αν την ιδέα την άρπαξε για θέμα της η απονήρευτη Μούσα του Σουρή, όσο κι αν είναι περιγελάστρα.

Ο καιρός χειροτέρευε. Προς το βράδυ άρχισε να βρέχει και οι δυο σύντροφοι πλησίασαν σε μια καλύβα βοσκών, αλλά δεν τους έβαλαν μέσα κι έτσι υποχρεώθηκαν να βρουν καταφύγιο κάτω από ένα υπόστεγο φτιαγμένο από κλαδιά, πλάι στη στάνη. Τα σκυλιά γαύγιζαν, ένας πέπλος μελαγχολίας περιέβαλε όλη την υγρή πεδιάδα και η βροχή και ο άνεμος έσβηναν τη μικρή φωτιά που ο Έφις προσπαθούσε ν’ ανάψει.