United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας διή τώρα και κείνος ποια γλώσσα «φέρει την σφραγίδα της μελαγχολίας, του καμάτου, της παρακμής, της δουλείας», ποια είναι η γλώσσα της σκλαβιάς. Τον περασμένο χρόνο διάβασα σε μια φημερίδα · όχι όμως αθηναίικη φημερίδα, όχι στην Ελλάδα · τωραίο ποίημα και τον ωραίο τίτλο που σας αντιγράφω·

Και με τούτον τον τρόπον εβγήκα από το Μουσούλ, και ήλθα εδώ εις την Δαμασκόν, εις την οποίαν έλαβα την τιμήν διά να έμβω μέσα εις την δούλευσιν της Βασιλείας σου. Ετούτη, ω πολυχρονεμένε μου Βασιλέα, είναι η ιστορία της ζωής μου, και η αιτία ετούτης της βαθείας μου μελαγχολίας, εις την οποίαν είμαι πάντα βυθισμένος.

Γνωρίζω μόνον ότι εκλείσθην εις το δωμάτιόν μου πλήρης μελαγχολίας, με την εικόνα της ωραίας εκείνης τεθλιμμένης νέας ανεξαλείπτως εντυπωμένην εις τον νουν μου. Ησχυνόμην διά την περιέργειάν μου.

Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.

Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι' η φωνή, που έβγαινε από τα νερά του, έκανε ένα είδος άγριας, περίφανης και μονότονης μουσικής, που χύνει απέραντο πέλαγο μελαγχολίας στην ψυχή. Μια φωνή, ίσως της νιώτερης, από τες γυναίκες πώπαιρναν νερό εκεί, σηκώθηκε μ' ανυπομονησιά: — Ντέτεστε! καμμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην ποταμιά!

Ημέραν όμως τινά, αφού ηρώτησε την τιμήν των αργυρών σκευών διά το τζάι, τα οποία της είχα προσφέρη διά την εορτήν της, ανέκραξε μετά τινος μελαγχολίας. — Κρίμα τα τόσα χρήματα. Με αυτάς τας εξακοσίας δραχμάς θα έκαμνα ένα φόρεμα από βελούδον. — Κάμε, απεκρίθην, και το φόρεμα. Επήδησεν από την χαράν της, με ησπάσθη και εις τας δυο παρειάς και έτρεξε να το παραγγείλη.

Πρέπει να ησθάνθη τάχιστακαι τούτο είνε πικρόν διά πάσαν ανθρωπίνην καρδίαν να το αισθανθήότι η αποστολή του εν τη παρούση ζωή, είχε λήξει· ότι ουδέν αξιόλογον έμενεν αυτώ να πράξη. Παρόμοιαι στιγμαί καρδιοβόρου μελαγχολίας επήλθον ήδη εις τον βίον των μεγάλων των προ αυτού, του Μωυσέως και του Ηλία. Αλλά δεινοτέρα ακόμη ήτο η περίστασις διά τον Βαπτιστήν.

Ιδού το καλλίτερον μέσον προς διασκέδασιν της μελαγχολίας, η οποία μ' εκυρίευεν. Ο περίπατος θα με απασχολήση ευαρέστως, επεσπεύδετο δε ούτω και η αναχώρησίς μου από την οικίαν, όπου συνησθανόμην ότι, και άνευ του Νίκου, απέβαινεν οχληρά η παρουσία μου.

Και πού δεν είναι ζωή, πού δεν είναι δύναμις; Η νεότης δροσίζει την ψυχήν μας, η της ζωής απόλαυσις θερμαίνει, η ψυχική μέθη ρίπτει την φλόγα του φλογερού οίνου εις την ψυχήν και τας φλέβας· η ζωηρά, θερμή και ρωμαντική μετά μελαγχολίας τινός και σκέψεως φαντασία του ποιητού αρδεύει με ζωήν θερμότητα και ρωμαντισμόν τας λεπτομερείας του έργου.

Οπισθοχωρούσε μπροστά στα βάσανα, σαν μπροστά σε κάτι που μπορούσε να χαλά και να κολοβώνη τη ζωή του ανθρώπου και φαίνεται πως είχε περιπλανηθή μέσα σ' εκείνη την τρομερή κοιλάδα της μελαγχολίας, απ' την οποίαν τόσα μεγάλα, ίσως μεγαλύτερα, πνεύματα ποτέ πια δεν ανάκυψαν.