United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέβηκ' ένας τους, μου ζήτησε καπνό, τούδωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τανέβασμα, και το πρώτο πράμα πούπιασε το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφίνουμε, είταν η ρήμαξη κ' η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα· όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα!

Δυο κρεμαστές λάμπες, η μια στο πάλκο μπρος, η άλλη στη μεσιανή κόρδα της στέγης, έριχταν μισοκοιμισμένες, ανόρεξες το νυσταγμένο φως τους, ασυνήθιστες κι αφτές σε τέτια ξεφαντώματα απονύχτερα. Ανέβαιναν πυκνοί οι καπνοί από τα τσιγάρα γύρω. Ανεβοκατέβαιναν πνιγερότεροι από τις λάμπες τις αξεφτίλιγες. Εζητούσαν άνοιγμα να βρουν και δεν έβρισκαν.

Έτσι πέρασαν τα μεσάνυχτα, η ώρα της γύρας ήρθε και σηκώθηκαν όλοι, βγήκαν έξω τραγουδώντας. Οι δρόμοι είταν έρημοι, τα μαγαζιά κλεισμένα, τα σπίτια κατάκλειστα, πήραν τον ένα δρόμο, τον άλλον, όντας στάθηκαν. Αραίωσαν, έπιασαν τ' αγκωνάρια, άλλοι έκατσαν χάμου στο χώμα, άναψαν τα τσιγάρα τους, άφησαν στη μέση το μπουζουκιτζή.

Μ' εκούρασε πολλή φιλοσοφία, της γλώσσης η μεγάλη ευστροφία, και τόσαι ποικιλόμορφοι στροφαί, και τώρα προς στιγμήν θα σιωπήσω κι' αμέριμνος δι' όλα θα καπνίσω κανένα δυο τσιγάρα με καφφέ. Κι' αφού από της σκέψεως τον κόπον το πνεύμα μου ολίγον ξεκουράσω, και πάλιν την σοφίαν των ανθρώπων εν στόματι μαχαίρας θα περάσω. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλώς τον... τι μου γίνεσαι; ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Καλά... και συ;

Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας: — Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που νάχης την ευχή του Θεού. Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.

Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.

Και δεν έδωκε πλέον προσοχήν εις τον ανόητον Αστρονόμον που άφινε τη δουλειά του για να κάθεται να μελετά το χρώμα της πρωινής ομίχλης ή την κίνησιν των νεφών. Οι πρακτικοί άνθρωποι τον έθεταν εις την αυτήν μοίραν με τον οκνηρόν Μπαρμπαρέζον, που κατέβηκε και αυτός μια μέρα για να δουλέψη, λέει, κιόλη η δουλειά που είχε κάμη ήτο να τυλίση τσιγάρα και να καπνίζη.

Ευθύς ως ήκουσε την ανακοίνωσιν του Μανώλη, ο κυρ-Ανδρέας έσυρε το ωρολόγιόν εκ της μικράς τσέπης του περιστηθίου του, και κρατών αυτό εις την παλάμην, επανήλθεν εις τους συναδέλφους του καθημένους περί την τράπεζαν, με τον κυρ-Αγγελήν τον Μαλλίνην εν τω μέσω, όστις με την πένναν εις την χείρα, εσημείωνεν έν όνομα εκλογέως κάθε τέταρτον της ώρας, και εν τω μεταξύ εφλυάρει κ' εκάπνιζεν ογκωδέστατα τσιγάρα, τα οποία ελάμβανεν αυτοδικαίως από τους αντιπροσώπους και αναπληρωτάς των υποψηφίων.