United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν φοράν ο Σιδώνιος, ο οποίος υπήρξε σοφιστής εκ των ευδοκίμων εις τας Αθήνας, έλεγε περί του εαυτού του ότι εδοκίμασε και εγνώρισε πάσαν φιλοσοφίαν• αλλά μάλλον ας επαναλάβωμεν αυτούς τους λόγους του• εάν ο Αριστοτέλης με καλέση, έλεγε, θα τον ακολουθήσω εις το Λύκειον αν ο Πλάτων, θα μεταβώ εις την ακαδημίαν• αν ο Ζήνων, θα διατρίψω εις την Ποικίλην Στοάν αν ο Πυθαγόρας με καλέση, θα σιωπήσω.

Έπειτα στραφείς είδε τους Πέρσας καταγινομένους να λεηλατώσι την πόλιν και ανέκραξεν· «Ω βασιλεύ, πρέπει να σοι είπω ό,τι φρονώ ή είναι προτιμότερον να σιωπήσω εις την παρούσαν περίστασινΕπιτρέψαντος δε του Κύρου να είπη θαρρούντως ό,τι ήθελεν, εκείνος ηρώτησε λέγων· «Τι πράττει μετά τόσης σπουδής το πολύ εκείνο πλήθος; — Λεηλατεί την πόλιν και αρπάζει τους θησαυρούς σου, απεκρίθη ο Κύρος. — Ούτε την πόλιν μου λεηλατεί, ούτε τους θησαυρούς μου αρπάζει, διότι ουδέν τούτων μοι ανήκει πλέον· λεηλατεί και αρπάζει τα ιδικά σου

Μολονότι ο Δίφιλος μου έχει δώση αφορμάς, διότι μου απέσπασεν ήδη δύο μαθητάς, εγώ χάριν της φιλοσοφίας θα σιωπήσω. »Διέταξα τον κομίζοντα την επιστολήν άνθρωπόν μου, εάν του δώσης μερίδα αγριοχοίρου ή ελάφου ή σησαμωτού διά να μου τα φέρη και δικαιολογηθής ούτω διά την παράλειψίν σου, να μη δεχθή διά να μη φανή ότι επί τούτω τον έστειλα».

Αυτή η είδησις έφερε τον βασιλέα εις αδημονίαν μεγαλυτέραν από τον θάνατον των παιδιών του, ο οποίος του εφαίνονταν πλέον άξιος συμπαθείας από τούτο το υστερινόν κάμωμα· και εκεί που ήτον δι' αυτό πολλά θαυμασμένος, βλέπει την Κεριστάνην να παρουσιασθή έμπροσθέν του. Βασίλισσα, της είπεν, δεν ημπορώ να σιωπήσω πλέον· εσύ μου έφερες εις το άκρον την υπομονήν μου.

Τι θέλεις λοιπόν να προτιμήσω; Να δεχθώ την απόφασίν σας και να σιωπήσω ή κατά μίμησιν του Ιμεραίου ποιητού να γράψω νέον έργον αναιρούν το πρώτον; ή θα μου επιτρέψετε να εφεσιβάλω την απόφασιν; ΠΟΛ. Διατί όχι, αν έχης να φέρης δικαίας παρατηρήσεις; Διότι δεν έχεις να κάμης με αντιδίκους, ως λέγεις, αλλά με φίλους. Εγώ δε είμαι πρόθυμος και ως μάρτυς να σου χρησιμεύσω.

ΚΡΕΟΥΣΑ Ψυχή μου! πώς να σιωπήσω και πώς ν' αφήσω τη ντροπή, τους έρωτες να φανερώσω τους σκοτεινούς;. . . τι μ' εμποδίζει;. . . Την αρετή για ποιόν κρατούμε όταν ο άνδρας μας προδίνη; Σπίτι δεν έχω, παιδιά δεν έχω και η ελπίδες μου πάνε χαμένες που δεν εμπόρεσα να της κρατήσω, και για τα τέκνα εσιωπούσα και για το γάμο το θλιβερό.

ΚΡΑΤ. Δεν έχω καιρόν ν' ακούω ένα παράφρονα να επαινή το νόσημά του• αλλ' αφού επιμένεις να φλυαρήσης, δεν έχω δυσκολίαν να σου κάμω αυτήν την φιλικήν ευχαρίστησιν και να θέσω εις την διάθεσίν σου την ακοήν μου, καθότι δεν έχω ανάγκην κηρού , διά ν' ακούω ανοησίας χωρίς να προσέχω εις αυτάς. Ώστε θα σιωπήσω και λέγε ό,τι θέλεις και ως να μη σε ακούη κανείς.

Οίμοι! να σιωπήσω πλέον είν' αδύνατον. Όχι, παιδί μου, ό,τι λέγεις είναι δι’ εμέ ευχάριστον. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Μείνε, πάτερ μου, μαζή μας. Μη φύγης εις τα ξένα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αυτό κ' εγώ θέλω, αλλ’ ακριβώς διότι δεν δύναμαι να πράξω τούτο, το οποίον θέλω, λυπούμαι τόσον. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Άφες τα να χαθούν αυτά τα όπλα και τα εκ του Μενελάου δεινά. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αλλους αυτά θα καταστρέψουν, αφού πρώτον κατέστρεψαν εμέ.

Αλλά κ' εκείν' η δύστυχη που μ' έχει γεννημένον, το ίδιο πάλι έπαθε που 'χασε του παιδιού της κάθε χαρά. Και τώρα εγώ το κάνιστρο ετούτο θα πάγω αφιέρωμα εις το θεό ν' αφήσω, να μη γυρεύω πράματα, που ούτ' εγώ δεν θέλω. Εκείνη που με γέννησε, αν ίσως είνε δούλα, χειρότερο είνε να τη βρω, παρά να σιωπήσω. Ώ Φοίβε! αφιέρωμα ταφίνω στο ναό σου.

Η μήτηρ μου έθηκε τον δάκτυλον επί των χειλέων, και μοι ένευσεν εν ονόματι του Θεού να σιωπήσω! Η γραία Οθωμανίς, ήτις έκυπτε την καταβεβλημένην αυτής κεφαλήν μετ' απεριγράπτου θλίψεως, δεν εσήκωσε τους οφθαλμούς αυτής, αλλ’ εταράχθη σπασμωδικώς εις το όνομα του τέκνου της. Έπειτα συνελθούσα: — Μη χαλάς την όρεξί σου, Σουλτάνε μου, είπε, προσπαθούσα επί ματαίω να μειδιάση. — Δεν είναι τίποτε.