United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον. — Μ' εμαχαίρωσε, μάνα! εστέναξε μετά πόνων η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος, το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας. Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθι του υποκαμίσου.

Η μήτηρ μου έθηκε τον δάκτυλον επί των χειλέων, και μοι ένευσεν εν ονόματι του Θεού να σιωπήσω! Η γραία Οθωμανίς, ήτις έκυπτε την καταβεβλημένην αυτής κεφαλήν μετ' απεριγράπτου θλίψεως, δεν εσήκωσε τους οφθαλμούς αυτής, αλλ’ εταράχθη σπασμωδικώς εις το όνομα του τέκνου της. Έπειτα συνελθούσα: — Μη χαλάς την όρεξί σου, Σουλτάνε μου, είπε, προσπαθούσα επί ματαίω να μειδιάση. — Δεν είναι τίποτε.

Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως, διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής: — Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε! — Μωρέ στάσου! — Πούνε την! — Για να ιδώ!

Πλην ηκολούθησε συγχρόνως και η Μιλάχρω, ήτις προσπαθούσα να παρηγορήση τον άνδρα της, του οποίου ήρχισε να σέβηται την φιλοστοργίαν, αγρυπνούσαν όλην την νύκτα, δεν είχε κοιμηθή αν και καταπεπονημένη υπό της εργασίας και υπό του πένθους. — Τι είνε, Χρυσώ; Ερωτά ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Τι έπαθες; Κράζει ζωηρότερον η Μιλάχρω. — Φλουριά, μάννα! Κραυγάζει τότε συνελθούσα η παρθένος. — 'Νειρεύεσαι!

Μόλις μεθ' ημέρας, συνελθούσα κάπως εις εμαυτήν, εννόησα εκ της νέας, ικανώς κωμικής, σκηνής, εις ην παρευρέθην, ότι διετέλουν εις χείρας μικρού τινος εκ των νεοφωτίστων εκείνων μεσιτών, ους είχον εμπαίξει εν ώρα ευδαιμονίας. Ο κάτοχός μου επιτέλει μέρος παραδόξου τινός χορού, συνωθουμένου περί το σφαιριστήριον μεγάλου και ικανώς πλήθοντος καφενείου.

Όταν η Ποππέα επέστρεψεν εις το Παλατίνον και είδε το λίκνον κενόν, και το πτώμα της Συλβίας, ελιποθύμησε. Συνελθούσα εις εαυτήν, ήρχισε να κραυγάζη και να οιμώζη.

Διατελών όμως υπό την επίδρασιν του οπίου, ολιγίστην προσοχήν έδωκα, εις δε την Ροβέναν ουδ' ανέφερα περί αυτού. Λαβών την φιάλην, επέστρεψα παρά τη συζύγω μου και έφερα εις τα χείλη της κύπελλον πλήρες οίνου, όπερ αύτη, συνελθούσα ήδη, εκράτησε διά των ιδίων χειρών, έπειτα δε εξηπλώθην πάλιν επί του σοφά και προσήλωσα το βλέμμα επ' αυτής.