United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θέσασα την χείρα εις τα βάθη του κόλπου της απέσυρεν από τας πτυχάς του μεταξωτού υποκαμίσου επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. Αλλ' ιδούσα ότι ο ιατρός δεν επρόσεξεν, εναπέθεσε πάλιν την επιστολήν εις τον κόλπον της και εκάθισεν. Εν τούτοις η επελθούσα διακοπή καθησύχασε την αγανάκτησίν της. Ο έπαρχος ήνοιξε το ωρολόγιόν του και είδε την ώραν.

Ο ιατρός εκάθισε να γράψη την δήθεν συνταγήν, η δε Κυρά Λοξή εν τω μεταξύ απέσυρεν εκ του κόλπου το μανδήλι της, έλυσε την άκραν του και λαβούσα εκείθεν δύο αργυρά πεντόδραχμα τα απέθεσεν αθορύβως επί της τραπέζης, ενώ ο ιατρός της έτεινε την συνταγήν. — Τι είναι τούτο; ανεφώνησεν ο ιατρός. Πάρε τα οπίσω! Αυτήν την ώραν δεν δέχομαι επισκέψεις, μόνον τους φίλους μου δέχομαι.

Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από τον ιατρόν μας. Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. — Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους ιατρεύση η τέχνη σου.

Δεν ηξεύρω ακριβώς τι εργασίας έκαμνε· αλλά δεν ήσαν βεβαίως όλαι καθαραί, ούτε απέσυρεν εξ αυτών καθαράς τας χείρας του ο Σοφής, όπως πολλάκις έλαβον αφορμήν να συμπεράνω εκ των λόγων ανθρώπων, οίτινες είχον συναλλαχθή μετ' αυτού. Εσχάτως μάλιστα είχα μάθει, ότι καθ' εσπέραν σχεδόν εγίνετο χαρτοπαίγνιον εις την οικίαν του . . . — Ήτο και χαρτοπαίκτης; ηρώτησα.

Ναι, ον μυστηριώδες έκρουε την θύραν μου, το οποίον μου διήγειρεν άγνωστον φωνήν, το οποίον συνεκοινώνησε μετά του εν εμοί μυστηρίου ακαριαίως, και απέσυρεν από του πνεύματός μου του πεπερασμένου τον φραγμόν. Και, χωρίς να γνωρίζω πώς και από πού, από της κεφαλής ή από του στήθους μου, φωνή, πρωτάκουστος δι' ανθρώπινα ώτα, απέτεινεν ερώτησιν εις τον άγνωστον της νυκτός επισκέπτην: — Τις ει!

Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως, διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής: — Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε! — Μωρέ στάσου! — Πούνε την! — Για να ιδώ!

Η Αϊμά έδειξε την πληγήν της, ην συνέσφιγγε με την χείρα. — Ποίος σ' εκτύπησε; — Κάτι παιδιά, είπεν η Αϊμά. Ο παροδίτης απέσυρεν εκ του θυλακίου το μανδύλιόν του και έδεσε το τραύμα της κόρης. — Σηκώσου να πάμε εις το σπίτι σου, είπεν ο ελεήμων διαβάτης. Πού θέλεις να πάμε; Εγώ βαστώ το πανέρι σου με τα ρούχα.

Έν και μόνον την ημέραν έπινεν. Όταν έγεινε δώδεκα χρόνων ο Στάθης, ο πρωτότοκος, ο πατήρ του τον απέσυρεν από το σχολείον, διά να μάθη την πατρώαν τέχνην. Πλην μόλις έμαθε κάτι τι ο Στάθης, και του ήλθεν έρως να γείνη ναυτικός. Τρία έτη ύστερον, όταν έφθασεν εις την αυτήν ως ανωτέρω ηλικίαν ο Θανασάκης, ο δεύτερος υιός, τότε τον εσχόλασε και αυτόν από τα γράμματα, και τον «έστρωσε» στην τέχνην.