United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ούρσος απέθηκε την Λίγειαν επί μαρμαρίνου βάθρου. Η δε Ακτή ήρχισε να συμβουλεύη την κόρην, όπως ησυχάση και αναπαυθή, βεβαιούσα αυτήν ότι ουδείς κίνδυνος την ηπείλει, επειδή οι συνδαιτυμόνες θα εκοιμώντο μέχρι της εσπέρας. Επί πολύ η Λίγεια δεν ηδυνήθη να καταπραϋνθή. Έθλιβε τους κροτάφους με τας χείρας της και επανελάμβανεν ως παιδίον: — Στο σπίτι! Στο σπίτι! Στου Αούλου.

Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως, διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής: — Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε! — Μωρέ στάσου! — Πούνε την! — Για να ιδώ!

Καλώς φαίνεται η έκπληξις του ηγαπημένου μαθητού εν τη διηγήσει ότε ενδιατρίβει εις πάσαν λεπτομέρειαν της σκηνής ταύτης. «Ειδώς ότι ο πατήρ παρέδωκε πάντα εν χερσί αυτού και ότι από του Θεού εξήλθε και προς τον Θεόν υπάγει, ηγέρθη από του δείπνου και απέθηκε τα ιμάτια, και λαβών λέντιον διεζώσατοΕίτα εγχύσας ύδωρ εις την μεγάλην λεκάνην ήρχισεν να πλύνη τους πόδας των μαθητών και να σπογγίζει τούτους με το λέντιον με το οποίον ήτο ζωσμένος.

Τέλος η μήτηρ είχε φθάσει πλησίον της σκηνής και η Φραγκογιαννού έσυρεν αποφασιστικώς το σώμα προς τα έξω. Απέθηκε τούτο πλησίον του άλλου σώματος. Τα δύο μικρά πλάσματα εφαίνοντο αναίσθητα.

Εσκέφθη ότι το Μαρούλι υπετάγη εις την υπερτέραν βίαν βλέπουσα το αδύνατον της αντιστάσεως. Εισελθών εις το μαγαζί, απέθηκε το φορτίον του εις τον ξύλινον καναπέν και ήναψε τον λύχνον. Αλλ' όταν εστράφη με το φως έμεινε κατάπληκτος και μέγα μέρος των ατμών της μέθης του διελύθη διά μιας. Αντί της κόρης, είδεν ενώπιόν του την μητέρα. Η χήρα ήτο ενδυμένη και εφαίνετο ότι δεν είχε κοιμηθή.

Ο Τρέκλας ήτο εξηπλωμένος περαιτέρω επί χθαμαλωτέρου εδάφους, απέχοντος περί τα εκατόν βήματα από του μέρους ένθα απέθηκε τα εργαλεία του ο άνθρωπος. Ήκουσε τον θρουν, είδε την σκιάν του ξένου, και αυτομάτως ανεσηκώθη. — Ποίος είνε; είπεν. Αλλά παραχρήμα εμαζεύθη πάλιν υπό την κάπαν του και εμουρμούρισεν·Αν είνε κλέφτης, τόσο χειρότερα! Τι με μέλει εμέ να ανακατωθώ; Δεν σου τα έλεγα, Χόμο;

Σας έκαμα σήμερον καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν βλέπομεν. Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου. — Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης. — Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε, άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο. Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι. — Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;