United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Βινίκιος ακούων την αρπαγήν της Λιγείας ωχρίασε και εθυμώθη κατά τρόπον τόσω φρικώδη ώστε πάσα υποψία περί της συνενοχής του εξέλιπεν από το πνεύμα του Αούλου. Το μέτωπον του νέου εκαλύφθη με σταγόνας ιδρώτος. Οι οφθαλμοί του εξήστραπτον, τα χείλη του επρόφεραν ασυναρτήτους ερωτήσεις. Ζηλοτυπία και λύσσα τον κατέτρυχον.

Το φορείον εστάθη προ της οικίας του χρυσοχοείου του Ιδομενέως, όπου ο Πετρώνιος κατήλθεν επ' ολίγον, ανήλθε δε πάλιν και διηυθύνθησαν προς την οικίαν του Αούλου. — Είναι περίεργος οικία, απήντησε χαμηλή τη φωνή ο Πετρώνιος. Βεβαίως θα ήκουσες να λέγουν ότι η Πομπονία Γραικίνα ήγειρεν υπονοίας ότι είνε μύστις ανατολικών δοξασιών βασιζομένων επί της λατρείας κάποιου Χριστού .

Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.

Κατά την διαμονήν μου εν τη οικία του Αούλου κατείχον θάλαμον προωρισμένον διά τους ξένους και επειδή είχα πόνον εις τον καρπόν της χειρός, δεν ηδυνάμην να παρακαθήσω εις την κοινήν τράπεζαν. Μόνον την προηγουμένην της αναχωρήσεώς μου συνήντησα την Λίγειαν εις το δείπνον και δεν ηδυνήθην να της απευθύνω τον λόγον. Δευτέραν φοράν συνήντησα την Λίγειαν εις τον κήπον, πλησίον της δεξαμενής.

Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν: — Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία; — Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος! απήντησεν αύτη.

Άκουσε με τώρα, ενθυμείσαι την ημέραν οπού επήγαμεν μαζί εις του Αούλου Πλαυτίου; Εκεί είδες διά πρώτην φοράν μίαν θεάν κόρην, την οποίαν ωνόμαζες συ αυτός Ηώ και Έαρ. Ενθυμείσαι την ψυχήν εκείνην, την απαράμιλλον, την ωραιοτέραν των παρθένων και όλων των θεαινών σας; — Τι λέγεις; Βεβαίως ενθυμούμαι την Λίγειαν. — Η Λίγεια είναι μνηστή μου.

Όταν τον ιδώ, θα του είπω: «Η διαγωγή σου είναι αξία απελευθέρου». Εάν τούτο δεν επιτύχη, ουδέν θα επιτύχη. — Ευχαριστώ μ' όλα ταύτα, απήντησεν ο στρατηγός. Κατόπιν μετέβη εις του Βινικίου, τον οποίον εύρεν ασχολούμενον εις την οπλασκίαν μετά του γυμναστού του. Ευθύς ως έμειναν μόνοι, η οργή του Αούλου εξέσπασεν εις χείμαρρον επιτιμήσεων και λειδωριών.

Ορθία επί του καθίσματος, με την χρυσίζουσαν κόμην της πίπτουσαν κυματοειδώς επί των ώμων της περιεπτύχθη με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του αγάλματος και συγχρόνως τα πυρέσσοντα χείλη της ηνώθησαν με τα κατάψυχρα χείλη του μαρμαρίνου ομοιώματος του Πετρωνίου. Οι δύο φίλοι ανέβησαν εις το φορείον και διέταξαν να τους φέρωσιν εις την Κώμην Πατρίκιος, εις την οικίαν του Αούλου.

Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν. Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο.

Και δι' εμέ η Χρυσόθεμις ήτο θυγάτηρ του Διός, και όμως δεν την ενυμφεύθην· ομοίως και ο Νέρων δεν ενυμφεύθη την Ακτήν, καίτοι παρίστατο αύτη ως θυγάτηρ του βασιλέως Αττάλου . . . Καταπραΰνθητι . . . Σκέψου ότι, εάν θέλη να αφήση την στέγην του Αούλου χάριν σού, δεν έχει ούτος δικαίωμα να την κρατήση.