Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Ο Βινίκιος εμεθύσθη εις βαθμόν ώστε να μη ενθυμήται ούτε την στιγμήν, καθ' ήν τον επανέφερον εις την οικίαν του. Ενεθυμείτο εν τούτοις ότι η Χρυσόθεμις τον είχεν ερωτήση περί της Λιγείας τι γίνεται, ότι αυτός προσεβλήθη εκ της ερωτήσεως ταύτης και ότι, ως ήτο μεθυσμένη, είχε περιχύση την κεφαλήν της με ποτήριον οίνου. Όταν το εσκέπτετο, ακόμη ησθάνετο εξεγειρομένην την οργήν του.
Ο Πετρώνιος και η Χρυσόθεμις τον ειρωνεύοντο, εκείνος εβάδιζε ζωηρώς εις τον θάλαμον, επαναλαμβάνων: — Έπρεπε να είνε τώρα εδώ! . . . Έπρεπε να είναι εδώ!. . Ηθέλησε να εξέλθη, αλλ' εκείνοι τον εκράτησαν. Αίφνης εις τον προθάλαμον ήχησαν βήματα και στίφη δούλων εισήλθον εις το μέλαθρον και τοποθετηθέντες υπό τον τοίχον, ύψωσαν τας χείρας και ήρχισαν να οιμώζουν. — Άαχ! . . . Άαααχ!
Και δι' εμέ η Χρυσόθεμις ήτο θυγάτηρ του Διός, και όμως δεν την ενυμφεύθην· ομοίως και ο Νέρων δεν ενυμφεύθη την Ακτήν, καίτοι παρίστατο αύτη ως θυγάτηρ του βασιλέως Αττάλου . . . Καταπραΰνθητι . . . Σκέψου ότι, εάν θέλη να αφήση την στέγην του Αούλου χάριν σού, δεν έχει ούτος δικαίωμα να την κρατήση.
Αλλά την επομένην ημέραν η Χρυσόθεμις λησμονούσα την ύβριν, εζήτησε να τον ίδη και τον ωδήγησε πάλιν εις τον οίκον της. Εδείπνησαν εις την οικίαν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι από πολλού είχε βαρυνθή τον Πετρώνιον και ότι η καρδία της ήτο ελευθέρα. Επί οκτώ ημέρας έμειναν ομού. Αι σχέσεις των εν τούτοις δεν εφαίνοντο ότι έμελλον να είναι διαρκείς.
Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου. Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου, όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν, αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του Καίσαρος.
Η Χρυσόθεμις οδηγούσα μόνη της το όχημα συρόμενον από τέσσαρας μικρούς ίππους της Κύρνου, εσκόρπιζε παντού μειδιάματα. Ότε παρετήρησε τον Βινίκιον, εσταμάτησε τους ίππους της και τον έβαλε εις το τέθριππόν της να καθίση πλησίον της, είτα τον ωδήγησεν εις την οικίαν της και τον εκράτησεν εις το δείπνον το οποίον διήρκεσεν όλην την νύκτα.
Καίτοι από το συμβάν της περιχύσεως οίνου, το όνομα της Λιγείας δεν επροφέρθη ποτέ από αυτήν, ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να την αποβάλη από τον νουν του. Πάντοτε αυτήν εσυλλογίζετο. Εις την πρώτην σκηνήν ζηλοτυπίας την οποίαν του έκαμεν η Χρυσόθεμις, εξ αφορμής δύο νεανίδων της Συρίας, τας οποίας είχεν αγοράση, την εξεδίωξεν ανευλαβώς. Ο τρόπος της ζωής του δεν ήλλαξεν εκ τούτου.
Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος: — Δυστυχία μου! . ., Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα του άφρισε: — Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν. — Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι. Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας. — Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν