United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτός την έπαθε καθώς ο πρώτος· έβλεπε και έβλεπε, αλλ' αφού δεν είχε τίποτε εις το εργαλείον, δεν ημπορούσε να ιδή τίποτε. — Δεν σας αρέσει το ύφασμα; ηρώτησαν οι αγύρται· και έδειξαν και εξήγησαν λεπτομερώς το ωραίον σχέδιον, το οποίον όμως δεν υπήρχε. — Δεν είμαι κουτός, εσυλλογίζετο ο υπουργός· φαίνεται ότι διά την θέσιν μου δεν είμαι άξιος. Περίεργον! Αλλά δεν πρέπει να το αποδείξω.

Εσυλλογίζετο η Φωτεινή· αλλ' εκείνο εσταμάτησεν εμπρός της σαν να ήθελε κάτι να της ειπή μ' εκείνο το παράξενο βέλασμά του. Η Φωτεινή έσκυψε και ήκουσε καθαρά. — Εγώ είμαι· όλο αυτό το μαλλί το εφύλαττα επάνω μου για σένα· πάρε το· είνε ιδικόν σου! Τι καλά, που έχω ψαλίδι επάνω μου, εσυλλογίσθη η Φωτεινή και ήρχισε να το κουρεύη.

Ο καιρός ήτο ωραίος και κόσμος πολύς συνέρρεεν εις την Εκκλησίαν. Αλλ' η κόρη της θειας Μυγδαλίτσας, η ωραία Μαργαρώούτως ωνομάζετοησθάνθη τότε βαρύ παράπονον εις την καρδίαν, όπερ της έφερε και δάκρυα. Από το βράδυ που ανεχώρησεν η μητέρα της, έμεινεν ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, νηστική και κλαίουσα. Εσυλλογίζετο την μεγάλην ημέραν, τα ωραία Χριστούγεννα.

Και επέρασεν ώρα αρκετή και εσυλλογίζετο πού τάχα να ευρίσκεται. Εκεί διά μιας βλέπει το φως της ημέρας, και ακούει μίαν φωνήν: «Ο μολύβδινος στρατιώτηςΕις αυτό το μεταξύ ένας ψαράς είχε πιάσει το ψάρι, και το υπήγεν εις την αγοράν, όπου η μαγείρισα της οικίας, από την οποίαν είχε κρημνισθή, ηγόρασε το ψάρι, το επήρεν εις το μαγειρείον και το ήνοιξε με το μαχαίρι της.

Η Φωτεινή περιπατούσε συλλογισμένη· η λύπη της ήτο, διότι ο πατέρας της δεν είχε πλέον βάρκα, θα επήγαινε τώρα ως υπηρέτης εις άλλον ψαράν να εργάζεται με το ημερομίσθιον. Εσυλλογίζετο και τον παππού της... Ολομόναχος ο καϋμένος ο γέρος, καθώς είνε, να πονή και να μη μπορεί να κουνηθή!

Και εδείκνυαν το άδειον εργαλείον, διότι εφαντάζοντο ότι οι άλλοι έβλεπαν το ύφασμα. — Τι τρέχει; εσυλλογίζετο ο βασιλεύς. Δεν βλέπω τίποτε! Φρίκη! Είμαι κουτός; Δεν είμαι άξιος να είμαι βασιλεύς; Τι έπαθα! Και επρόσθεσε δυνατά: — Είναι πολύ καλόν! Μας ευχαριστεί εις άκρον!

Φέρνω εις την μητέρα μου μαλλί πολύ και βαμβάκι, και εις την Βασιλικήν κάστανα, εσυλλογίζετο καθώς επλησίαζεν· ας εύρισκα και τον πατέρα μου με βαρκούλα ιδικήν του! Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου! Ενύκτωνε πλέον, η σελήνη ανέτελλεν εκείνην την στιγμήν επάνω από το βουνό, όταν διά μιας ένα μεγάλο βάρος εις την τσέπην της την έκαμε να σταματήση, χωρίς να θέλη. Ήτο το καρύδι της! Το ενθυμήθη τότε.

Η απαράμιλλος απεικόνισις συζυγικής αγάπης και πατρικής στοργής, η εξ έρωτος αμοιβαίου πηγάζουσα ευτυχία, η συμφορά του χωρισμού, ταύτα πάντα ουδέποτε τοσούτον τον συνεκίνησαν. Ποτέ άλλοτε ο καθηγητής των Ελληνικών ούτε ανέγνωσεν ούτε απεστήθισεν υπό τοιούτο πνεύμα στίχους της Ιλιάδος! Ενώ δε ανεγίνωσκεν, ο Έκτωρ ενεσαρκούτο εις την φαντασίαν του υπό την μορφήν του Λιάκου. Τον Λιάκον εσυλλογίζετο.

Εσυλλογίζετο την πενίαν των την αφόρητον. Εσυλλογίζετο την χαράν του κόσμου — ω! αυτό δεν το εσυλλογίζετο! το ήκουεν έως εις τα μεσάνυκτα, ήχουν ως άσμα, ως εναρμόνιον μουσικήν, λαλούσαν εις τας οικίας όλας των Χριστιανών· το έβλεπε σχεδόν, από την ανοικτήν θυρίδα της, θεωρούσα το πολύ φως της απέναντι γειτονικής οικίας. Την επήρε λοιπόν το παράπονον και έκλαιε και με τα κλαύματα απεκοιμήθη.

Αλλ' ο πτωχόςτω ύδατιΙλισσός δεν έχει αναντιρρήτως κακούς σκοπούς, και ομοιάζει, νομίζω, αυτήν την φοράν με κράτος τι, κλασικόν επίσης, το οποίον εμπόδιζαν άλλα μεγαλείτερα κράτη να πολεμήση, ενώ εκείνο το ταλαίπωρον ουδέ καν εσυλλογίζετο τοιαύτα κινδυνώδη εγχειρήματα.