United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τελικά η θεία Νοέμι συνήλθε και με απομάκρυνε με το χέρι της, ενώ έλεγε: καλύτερα να είχα πεθάνει πριν έρθει αυτή η μέρα. Εγώ τη ρωτούσα: γιατί; γιατί; θεία Νοέμι, γιατί; Κι εκείνη με το ένα χέρι με απομάκρυνε και με το άλλο έκρυβε τα μάτια. Τι βάσανο! Γιατί ήρθα, Έφις; Γιατί;» Ο υπηρέτης δεν ήξερε τι να πει.

Ο μπάρμπα-Κώστας έως 68 ετών γέρων, άγαμος κ' εν τω παρελθόντι κ' εν τω μέλλοντι πλέον, είχε προσληφθή από 15 ετών ως υπηρέτης εν τω ναΐσκω της κωμοπόλεως, ως εκκλησιάρχης κατά την συνήθειαν των πόλεων, ως κανδηλάπτης κατά την γλώσσαν του λαού. Ήξευρε και ολίγα γραμματάκια. Ήτο μέτριος το ανάστημα.

Ο βαστάζος εθαύμασε πόθεν τούτο· οι πλούσιοι δεν έχουν τοιούτον ελάττωμα να καλούν εις την τράπεζάν τους τους πτωχούς και ποταπούς, καθώς είμαι εγώ ένας πτωχός βαστάζος, που οι πλούσιοι δεν καταδέχονται καν να με χαιρετήσουν, όταν εγώ τους προσκυνώ έως εις την γην· ας υπάγω όμως να ιδώ τι είνε τούτο το παράδοξον έργον του πλουσίου· και εάν ο υπηρέτης αυτός με εγέλασε, μα το όνομα του Προφήτου θέλω εκδικηθή εναντίον του.

Να εύμορφη συνάθροισις! Και πού θα τους μαζεύσης; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Επάνω. ΡΩΜΑΙΟΣ Πού; ΥΠΗΡΕΤΗΣτο δείπνον μας·το σπίτι. ΡΩΜΑΙΟΣ Τίνος σπίτι; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τ' αυθέντου μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Α! έπρεπε αυτό να σ' ερωτήσω. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Να σου το ειπώ χωρίς να μ' ερωτήσης. Ο αυθέντης μου είναι ο μεγαλόπλουτος Καπουλέτος. Και αν δεν είσαι από τους Μοντέκιδες, κόπιασε και συ, αν αγαπάς, να κερασθής ένα ποτήρι κρασί.

Έβγαλε το σκούφο του όπως κάνει ο μετανοών. «Ντόνα Νοέμι, συγχωρείστε με! Πίστευα ότι έκανα το καλό… σκεφτόμουν: όταν δεν θα υπάρχω εγώ, εκείνες θα έχουν τουλάχιστον κάποιον να τις υποστηρίζει….» «Εσύ; Εσύ; Εσύ δεν είσαι παρά ένας υπηρέτης! Δεν μας το συγχωρείς που είμαστε από αρχοντική γενιά και θέλεις να μας δεις να ζητιανεύουμε με το δισάκι σου.

Εκάστη τότε αυτών, βυθίζουσα ποτήριον εντός κιβωτίου πλήρους χρυσίου, το έδιδε δώρον εις τον Δημοκήδη ομού με το αγγείον· τόσον δε πλουσιοπάροχος ήτο η δωρεά, ώστε ο ακολουθών αυτόν υπηρέτης, ονόματι Σκίτων, συνάζων τους εκ των αγγείων πίπτοντας χαμαί στατήρας, απεθησαύρισε μεγάλην ποσότητα.

Η Φωτεινή περιπατούσε συλλογισμένη· η λύπη της ήτο, διότι ο πατέρας της δεν είχε πλέον βάρκα, θα επήγαινε τώρα ως υπηρέτης εις άλλον ψαράν να εργάζεται με το ημερομίσθιον. Εσυλλογίζετο και τον παππού της... Ολομόναχος ο καϋμένος ο γέρος, καθώς είνε, να πονή και να μη μπορεί να κουνηθή!

Τι στρατιώται, κνώδαλον, — ο Χάρος να σε πάρη! Με τα σαβανωμένα σου αυτά τα μάγουλά σου όποιος σε ιδή θα φοβηθή! Τι στρατιώται; λέγε! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Οι Άγγλοι, ω αυθέντα μου. ΜΑΚΒΕΘ Φύγε απ' εδώ! Κρημνίσου!

Ο υπηρέτης δεν κοίταζε πέρα από το κτηματάκι και για το λόγο ότι τα χωράφια που βρίσκονταν από τη μια μεριά και από την άλλη ανήκαν κάποτε στις κυράδες του: γιατί να θυμάται τα παλιά; Ανώφελη, θλιβερή θύμηση. Καλύτερα να σκέφτεται το μέλλον και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού.

Δια τούτο πολλαχού παρείδομεν και αυτάς της αρμονίας και καλλιεπείας τας απαιτήσεις, παρεθέσαμεν δε και εντός μεν παρενθέσεων συντόμους επεξηγήσεις και διασαφήσεις, εν τέλει δε του παρόντος τας απολύτως αναγκαίας σημειώσεις. Διάλογος εις τον εν Σικυωνία Φλιούν ΕΧΕΚΡΑΤΗΣ, ΦΑΙΔΩΝ, ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΚΕΒΗΣ, ΣΙΜΜΙΑΣ, ΚΡΙΤΩΝ, ο υπηρέτης των ένδεκα. Εχεκράτης.