Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Και μόνον ενός οικίσκου την σκοτίαν δεν εφώτισε του Πάσχα η λαμπάς. Ούτε ηκούσθη εν αυτώ το ηδύμολπον Χριστός Ανέστη, αν και διαβάται τινές διερχόμενοι και βλέποντες την μαύρην εκεί σκοτίαν εσταματούσαν ακροώμενοι ήχον τινα αμυδρόν ως άσματός τινος αμόρφου, ως ήχου τινός εκκλησιαστικού δυσδιακρίτου, και παρήρχοντο διερωτώντες αλλήλους: — Πώς νάνε τάχα ο μπάρμπα-Κώστας!
Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπάρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα.
Μέσα εις τον οικίσκον εκείνον, μίαν καλυβίτσαν μάλλον προς τα Πηγάδια, χωρίς φως, χωρίς ζωήν καμμίαν, ήτο εξηπλωμένος επί ψιαθίου απλού ο μπάρμπα-Κώστας, φέρων δεμένας βαρέως τας σιαγόνας του κ' αισθανόμενος ισχυρόν πόνον ως να έπαθον οι οδόντες του. Τίποτε άλλο δεν είχε. Και επιχείρησε πολλάκις να εξέλθη την νύκτα και μεταβή εις την Ανάστασιν. Πλην πάλιν εμετανοούσε.
Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελεν υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν: — Εγώ είμαι!
— Δεν πταίειθ εθύ, άδιε Οικονόμε, είπε τέλος ο μπάρμπα-Κώστας με την ελαττωματικήν πλέον προφοράν του, δεν πταίειθ εθύ. — Πταίω δεν πταίω, τώρα το κακόν έγεινεν, απήντησε τεθλιμμένος ο ιερεύς. Πλην μη λυπήσαι, τέκνον μου. Ως σε είπα, θα έχης πάντοτε την θέσιν σου εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.
Ενθυμούμαι ότι ο μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος έκοπτε κ' εμοίραζε καθ' εκάστην εις τα παιδία της γειτονίας, να μη φωνάζουν εις τα τρελλά παιγνίδια των εν τη μικρά του ναού πλατεία και διακόπτουσι τον εσπερινόν του γέροντος παπά Οικονόμου.
Ο μπάρμπα-Κώστας ήτο γερό κόκκαλο, πέντε φοράς θαλασσοπνιγμένος. Η ιερά τελετή εξηκολούθησεν εν τάξει και έληξεν ωσαύτως εν τάξει. Και αυτή η διαρπαγή των λαμπάδων εγένετο υπό των ναυτών εν τακτική αταξία.
Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς. — Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα-Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν, — Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπάρμπα-Κώστας. — Πώς είσαι! — Καά. Δόκθα θοι ο Θεός! — Πονείς! — Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!
Και εις μία φούχτα νερό ακόμη. Ο μπάρμπα-Κώστας κατέστη ειδικός όμως εις μίαν υπηρεσίαν σπουδαίαν της Εκκλησίας, διά το οποίον ηγαπάτο από ολόκληρον την πολίχνην. Υπεκρίνετο περίφημα τον Άδην το μέγα Σάββατον, κατά την επάνοδον του Επιταφίου.
Ήδη ο μπάρμπα-Κώστας έκλεισε τας πύλας του ναού. Η λιτανεία έστη προ αυτού εν τη μικρά πλατεία. Και ο Επιτάφιος έστη ωσαύτως, πλην κρατείται υψηλά πολύ από του εδάφους επιτηδείως, μη γείνη προπετής διαρπαγή των λαμπάδων ακαίρως. Οπίσω δε εις δύο γραμμάς ένθεν και ένθεν με τας λαμπάδας αναμμένας ίστανται εν σιγή οι άνδρες χωριστά και χωριστά αι γυναίκες. Το άσμα έπαυσεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν