United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του απήντησαν τω όντι ότι ο Καίσαρ ησχολείτο εις το να ψάλη μαζί με τον βαρβιτιστήν Τέρπνον, και ότι άλλως τε δεν εδέχετο παρά μόνον όσους προσεκάλει. Απ' εναντίας ο Σενέκας, καίτοι πάσχων εκ πυρετού, εδέχθη τον γηραιόν στρατηγόν.

Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπάρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα.

Η δε κρίσις περί αυτών ας ανατεθή εις τον παιδαγωγόν και εις τους άλλους νομοφύλακας, και ας αποδώσουν τούτο μόνον το βραβείον εις αυτούς, δηλαδή εις αυτούς μόνον να υπάρχη άδεια μουσικής παραστάσεως, εις δε τους άλλους να μη δίδεται καμμία άδεια, ούτε να τολμά κανείς να ψάλη μουσικήν ανέγκριτον από τους νομοφύλακας, ούτε ακόμη και αν είναι γλυκυτέρα από τους ύμνους του Θαμύρου και του Ορφέως, μόνον δε όσα ποιήματα εθεωρήθησαν ιερά και αφιερώθησαν εις τους θεούς και όσα είναι έργα αγαθών ανδρών ως κατάκρισις ή έπαινος μερικών προσώπων και ενεκρίθησαν ως κατάλληλα, αυτά να έχουν αυτό το δικαίωμα.

Ο ναΐσκος ευρίσκετο τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος είχεν απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε την υπόσχεσιν του κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν.

Εις τοιαύτην αμηχανίαν ευρισκόμενος ο Αρίων τους εζήτησεν, επειδή η απόφασίς των ήτο αμετάκλητος, να τον αφήσωσι να σταθή εις τα εδώλια του πλοίου φορών τα καλλίτερά του ενδύματα, και να ψάλη, προσθέτων ότι θα εφονεύετο μόνος του άμα ετελείωνε το άσμα.

Ονειροπολεί να απέλθη εις την Ελλάδα, όπου επιθυμεί να ψάλη εις όλας τας πόλεις τας οπωσούν σημαντικάς, και ύστερον, με τους στεφάνους τους οποίους θα του προσφέρουν οι «Γραικοί», θα κάμη θριαμβευτικήν είσοδον εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ θα δυνηθώμεν να αναζητήσωμεν την Λίγειαν εν πάση ελευθερία, και να την θέσωμεν εις τόπον ασφαλή.

Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις έβρεξε τα χείλη. Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το &Χριστός ανέστη&, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το &Χριστός ανέστη&, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.

Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλη μικράν και μεγάλην παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης. Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν.

Ο δε ιερεύς έκλεισε την συζήτησιν με χριστιανικήν μακροθυμίαν, αρχίσας να ψάλη «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε». Το τροπάριον επανέλαβαν και οι άλλοι, ενδώσας δε και ο Μανώλης εις την γενικήν παρακίνησιν το έψαλε, καθ' υπαγόρευσιν του παπά, με στρεβλώσεις τόσον κωμικάς και με τοιαύτην φωνάραν, ώστε τα επί της παστάδος κοιμώμενα παιδία εξύπνησαν έντρομα και ήρχισαν να κλαίουν, οι δε ομοτράπεζοι μετά δυσκολίας εκράτησαν τον γέλωτα.

Εκύτταξε το ωρολόγιόν του, είδεν ότι ήτο ενδεκάτη παρά τέταρτον, και διέταξε τον πρωτόσχολον να σημάνη την κατ' ενορίας κατάταξιν, όπως ψαλή το σύνηθες άσμα της εξόδου και παύση το πρωινόν μάθημα. Ό,τι καθίστα τον διδάσκαλον δυστυχή, ήτο ο περιορισμός τον οποίον είχεν επιβάλει εις τον εαυτόν του, αφ' ότου ηρραβωνίσθη, να φορή κατά το θέρος το σακκάκι του.