United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο σπίτι, γιατί εδέχθη 360 εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•

Ο Τερερές όμως, προλαβών, εισήλθεν εις την οικίαν του και έκλεισε την θύραν, ήτις εδέχθη το φοβερόν κτύπημα το οποίον του κατέφερεν ο Μανώλης. — Είντα 'μανταλώθηκες, μωρέ σπασμένε, φοβιτσάρη; του εφώναζεν ούτος λακτίζων μανιωδώς την θύραν. Θαρρείς πως δεν μπορώ να τη σπάσω την πόρτα; — Θα πας στο διάολο, μωρέ Πατούχα, γή να σε πέψω;

Αι εικόνες έλαμπον προ των αναφθέντων κηρίων, και τα εζωγραφημένα πρόσωπα των αγίων εμειδίων, θαρρείς, εξ ευχαριστήσεως. Προσηυχήθησαν ακόμη. Η νεάνις εκόλλησε και μίαν πεντάραν εις την εικόνα του αγίου και ο άγιος την εδέχθη. Ησπάσθησαν τας εικόνας, έρριψαν και άλλο έλαιον εις τας κανδήλας «να ξενυκτίσουν», τόσον δε πολύ ώστε εξεχείλισαν, και εχύνετο κάτω εις της πλάκες, κ' εξήρχοντο.

Ουδέποτε υπεστήριξε τον επαιτικόν βίον, ουδ' είπε λέξιν ήτις να δύναται να διαστραφή εις σύστασιν υπέρ της επαιτείας, την οποίαν ως τελειοποίησιν της ευσεβείας ανεκήρυξαν θρησκευτικοί τινες μεταρρυθμισταί. Ουδέποτε εδέχθη ελεημοσύνην.

Ο Τριαμάτης όμως δεν εφαίνετο συμμεριζόμενος την ιδέαν του. Αυτός δεν ηδύνατο να είνε ευχαριστημένος εις τόπον όπου εύρε μόνον εχθρούς. Και τας θωπείας του κυρίου του εδέχθη μάλλον με κατήφειαν. Ούτω τουλάχιστον ενόμισεν ο Μανώλης, όστις του είπε: — Πώς! δε σ' αρέσει το χωριό;

Αυτός εδέχθη μεν το πρόβλημα τούτο, αλλ' εζήτησε να παραδοθώσιν εις αυτόν αι πόλεις Λεβαδείας και Σαλώνων και διά την ασφάλειαν της εκτελέσεως να μείνωσιν ενέχυρα εις αυτόν οι δύο αρχηγοί του εχθρικού στρατεύματος, ο Μουσταφάμπεης και ο Κεχαγιάμπεης.

Μόνον προς την Χαρίκλειαν Δασκαλάκη εφέρθησαν μετά τινος σεβασμού, διότι τινές των Τούρκων χωρικών την εγνώριζον, της προσέφερον μάλιστα και ημίονον να ιππεύση, αλλά δεν εδέχθη. Αλλ' όταν είδε να βασανίζουν τόσον βαρβάρως τους άλλους αιχμαλώτους, δεν ηδυνήθη να κρατήση την αγανάκτησίν της και είπε προς τους Τούρκους: — Ανάθεμα τσι μπάλλες που μας αφήκανε ζωντανούς!

Ο καλός Φλώρος βλέπων της φίλης του την ωχρότητα και την ανησυχίαν εζήτει παντοιοτρόπως να κρατήση αυτήν, ικετεύων μετά δακρύων ν' αναβάλη την λιτανείαν. Αλλ' αφού άπαξ εδέχθη το πικρόν ποτήριον, έπρεπεν η Ιωάννα να καταπίη αυτό μέχρι πυθμένος. Άλλως δε αδύνατον πλέον ήτο να οπισθοδρομήση.

Η Ζιμπρούχ βεβαιωμένη διά τα όσα της ανήγγειλεν ο πατέρας της διά την υπανδρείαν μας, με εδέχθη ωσάν άνδρα που έπρεπε μίαν ημέραν να την ανεβάση εις τον θρόνον.

Τις δύναμις ενήργησε και διεπλάσθ' η σφαίρα; ο ένας είπε την φωτιά κι' ο άλλος τον αέρα κι' ο τρίτος μόνο το νερό, αλλ' ο σοφός Εμπεδοκλής εδέχθη και τα τρία και τέλος πάντων έγινε μεγάλη φασαρία σ' εκείνον τον παληό καιρό.