United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με αυτάς τας σκέψεις έφθασεν εις το σπίτι και ήτον έτοιμος να επαναλάβη προς τον πατέρα του τους λόγους του Αστρονόμου διά να γελάση, ότε ήλθεν απ' έξω η μητέρα του και εφάνη ανήσυχος και στενοχωρημένη. — Είντά 'χεις; την ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Δεν ακούς, είπεν η Ρηγινιώ, ο νεραϊδής ο Τερερές φοβερίζει και λέει πως ανέν πάρη, λέει, ο Μανώλης το Πηγιό ... — Είντα θα κάμη; Η Ρηγινιώ εδίσταζε.

Αλλ' ο Αναγνώστης ο Ξυνιάς, ο επιλεγόμενος Τερερές, εδείκνυε με μορφασμούς, ενώ έψαλλεν, ότι εθεώρει το λάθος που έγεινε πολύ σοβαρόν. Εν τω μεταξύ διάφοροι χωριανοί, βλέποντες φως εις την εκκλησίαν, εισήρχοντο και εστέκοντο με τα φέσια υπό μάλης. Και αν ο Μανώλης δεν απησχολείτο εις τα καθήκοντα του αναδόχου, θα έβλεπε μεταξύ των τελευταίων εισελθόντων ένα παλαιόν γνώριμόν του.

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Ντα δεν εστάθηκε, μόνο πήε κ' εκλειδώθηκε στο σπίτι του, είπεν ο Μανώλης κατακόκκινος. — Πριχού να κλειδωθή, όντεν εφοβέριζε, έπρεπε να του σπάσης την κεφαλή. Δεν έδιαξες ως έπρεπε. Μα άιντε, σου το συμπαθώ για πρώτη φορά ... Μα θέλω να πω πως από τότε σα επήρε μούρη ο Τερερές κιάρχισε να μάςε φοβερίζη κιαποπάνω. Ο Μανώλης είχε σηκωθή και αρπάσας το σπαθοράβδι του ώρμησεν έξω.

Αλλ' όταν ο Τερερές επλησίασε και ο Μανώλης έτρεξε προς αυτόν απειλητικώς, παρουσιάσθη μία απρόοπτος δυσκολία. Ο Τερερές σταματήσας εξείλκυσεν από την ζώνην του ένα πασαλήν και υποτρέμων του είπεν: — Είντα θες, μωρέ; Να σε σκοτώσω; Η γενναία ορμή του Μανώλη ανεκόπη, ωπισθοδρόμησε μάλιστα ολίγον.

Κάτω δε χαμηλά εις την βάσιν του βουνού ένας Τούρκος εφαίνετο κόπτων πλάτανον και ο Μανώλης έβλεπε καταφερομένην την αξίνην και μετά πάροδον δευτερολέπτων ήκουε τον υπόκωφον κτύπον. Έπειτα επανήλθεν εις την μνήμην του ο Τερερές και το σκοτεινόν πρόβλημα ήρχισε πάλιν να περιστρέφεται εις το πνεύμα του: Μα τι δέσιμο να είνε αυτό;

Προς στιγμήν του επήλθεν η ιδέα να φασκελώση κτίστας και κτίριον και να πάρη τα βουνά αλλ' η ανάμνησις της σκηνής του τελάρου τον ανεχαίτισεν. Ημπορούσε πλέον να ζήση μακράν της Πηγής; Ο Τερερές άλλως ήτο εκεί, καιροφυλακτών να του αρπάση την ευτυχίαν του.

Εις το επιχείρημα τούτο δεν εύρε τίποτε ν' αντιτάξη ο Τερερές, όστις εσιώπησε, φοβηθείς από την τελευταίαν λέξιν του παπά ότι ούτος, εξερεθιζόμενος, θα έφθανεν εις πράγματα δυσάρεστα. Ο Τερερές πράγματι δεν είχε καλήν φήμην.

Αλλ' όταν επαναληφθέντος του πηδηκτού, είδε τον Τερερέν ιστάμενον παρά την εστίαν και απαντώντα εις τα δίστιχα του νέου όστις εχόρευεν εις τον «κάβον», ενόμισεν ότι έπρεπε να χορεύση διά να εξουδετερώση την επίδειξιν του εχθρού δι' άλλης επιδείξεως. Αυτός δεν ήξευρε να τραγουδή, αλλά και ο Τερερές δεν ήξευρε να χορεύη.

Πράγματι ο Τερερές υπεστήριξε φανερά πλέον ότι, αφού το παιδί εβαπτίσθη με δύο ονόματα, το βάπτισμα δεν έγεινε σύμφωνα με τους τύπους της Εκκλησίας μας. Ήτο σαν φράγκικο. Η Εκκλησία μας ορίζει καταδύσεις τρεις εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· αλλά διά το πραγματικόν όνομα του παιδιού έγειναν δύο μόνον καταδύσεις.