United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούς τι σου λέω ψιθυριστά, χαμηλά, ντροπαλά, αγάλια αγάλια σαν τα δέντρα που σου μιλούνε; Σε χαδέβει η φύση όλη κ' η φωνή μου σε χαδέβει. — Λέλα, μη σου φανή ξένο το ρώτημά μου. Λέλα, πες το, σε παρακαλώ. Τι σε πειράζει να μου το πης; Ίσως άφησες εκεί κάτω στην πατρίδα κανένα φίλοίσως κανέναν που αγαπάς; — Όχι, μου κάμνει σιγά, πουθενά δεν έχω φίλο.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Η κατάσταση δεν είναι δω καθόλου φυσική περπατάς πάντοτε με σκυμένη τη ψυχή στα χαμηλά αυτά διαμερίσματα. Μέσα στο υπόφραγμα υπήρχε πολυμορφία σε κίνηση. Οι ναύτες παραμερίζανε πολλές φορές και σιάχνανε την στάση του σώματός τους για να περάσει ο ανώτερος. Τους κατώτερους τους έσπρωχναν. Από τους ίσους ζητούσαν κάποτε συγγνώμη. Μπροστά στους φίλους μεταμορφώνανε το πρόσωπό τους σε χαμόγελο.

Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο.

ΑΝΤΩΝ. Στη φούρκα, σκυλί, στη φούρκα! ληστή, που άλλο δεν ξέρεις ειμή να κάνης αντάρες και να βρίζης· σκιαζόμασθε να πνιγούμε λιγώτερό σου. ΓΟΝΖ. Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη. ΠΛΩΡ. Ας βγούμ' όξω· απλώστε τα δυο χαμηλά πανιά, και πάλι στ' ανοικτά. ΝΑΥΤ. Όλα χαμένα! στα πατερμά μας! στα πατερμά μας! όλα χαμένα!

— Ε! τα καημένα ξανάειπε ο παπάς, τι ώμορφα και τι μεγάλα και πρόθυμα που είναι! — Φτύσ' τα, παπά μ', του είπε η Μαριανθούλα, για να μη μας τα φας με το μάτι... — Φτου! Φτου! να μη μας βασκαθούν! Έφτυσε κι' είπε ο παπάς, αλλά της γριάς της κακοφάνηκε, που του είπε έτσι η Μαριανθούλα, και της είπε χαμηλά, για να μη τ' ακούση εκείνος: — Αχ! στρίγλα! Αχ! γουρούνα!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ! η ψυχή μου συμφοραίς, Ρωμαίε, προμαντεύει· και τώρα, τώρα χαμηλά, εκεί όπου σε βλέπω, ωσάν νεκρός μου φαίνεσαι ‘ς το βάθος ενός τάφου· μου φαίνεσαι κατάχλωμος· ή μη το φως μου χάνω; ΡΩΜΑΙΟΣ Και συ μου φαίνεσαι χλωμή. Η διψασμένη λύπη ερρούφησε το αίμα μας. — Υγείαινε, ψυχή μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω Τύχη, Τύχη! άστατην οι άνθρωποι σε λέγουν.

Έτσι το Δέλφι να τον 'δώ ν' αφήση την παλαίστρα κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει, κ' είν' απ' το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο· το ξαίνω και τα νήματα μέσ' στη φωτιά τα ρίχνω. Αχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ' τη λίμνη αβδέλλα;

Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγγος και ο παπαφίγγος εχώνευαν μέσα του. Μου εφάνηκε πως ευρέθηκα έξαφνα στην αρχή της δημιουργίας, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά που τον έγλειφαν τα βωδάκια· πως οι καπνοί δεν ήσαν παρά της μεγάλης φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψη.

Ήταν εκείνος που πρότεινε να επισκεφτούν το κτηματάκι, παρασυρμένος σχεδόν από τις περιγραφές του συντρόφου του. Και το επισκέφτηκαν αφήνοντας χαμηλά το άλογο για να βοσκήσει κανένα κλαδί από την αιμασιά του φράχτη.