United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετραγούδησεν, ετραγούδησεν, αλλ' απ' εκεί υψηλά, που εκάθητο, είδεν από μακρυά να γυαλίζη ένα ποταμάκι και επεθύμησε να υπάγη εκεί. Αλλά καθώς μ' ένα πέταγμα έφθασε και επλησίαζε διψασμένη, έξαφνα ένα φοβερό γεράκι ώρμησε και την έπιασε με τα γανζωτά του νύχια. Καλή Νεράιδα, γλύτωσέ με, εφώναξε, αλλ' η Νεράιδα πούπετα δεν εφαίνετο· πώς ευρέθη όμως έξαφνα εκεί η μητερούλα της!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ! η ψυχή μου συμφοραίς, Ρωμαίε, προμαντεύει· και τώρα, τώρα χαμηλά, εκεί όπου σε βλέπω, ωσάν νεκρός μου φαίνεσαι ‘ς το βάθος ενός τάφου· μου φαίνεσαι κατάχλωμος· ή μη το φως μου χάνω; ΡΩΜΑΙΟΣ Και συ μου φαίνεσαι χλωμή. Η διψασμένη λύπη ερρούφησε το αίμα μας. — Υγείαινε, ψυχή μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω Τύχη, Τύχη! άστατην οι άνθρωποι σε λέγουν.

Ξεχνούσε την ηλικία της, τη μορφή της, την ουσία της∙ της φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένη κάτω από καθάρια νερά σ’ ένα πυκνό δάσος και πως έβλεπε μια φιγούρα να σκύβει για να πιει, να πιεί πάνω από το στόμα της: ήταν ο Τζατσίντο, αλλά ήταν κι εκείνη, η Νοέμι ζωντανή, διψασμένη για αγάπη: ήταν ένα μυστηριώδες πνεύμα που ρουφούσε όλο το νερό της πηγής, όλη τη ζωή από το στόμα της, τόσο άσβεστη ήταν η δίψα του∙ και ύστερα ξάπλωνε στην κοιλότητα της κρήνης, μες στο πυκνό δάσος, και σχημάτιζε μαζί της ένα ενιαίο ον.

Πρόσταξε, βασιλιά μου, να της πάρωμε το κεφάλι! είπε ο μαντατοφόρος. — Όχι, να μην της πάρετε το κεφάλι, είπε ο βασιλιάς. Στα σίδερα να μείνη νηστική και διψασμένη, μες στη φυλακή. Με σιδερένιες βέργες να τη δέρνουνε και σα ζητάη νερό να ξεδιψάση, ξύδι να την ποτίζουν κι' αψιθιά.... Ο γέρος ο βασιλιάς συνέφερε λίγο απ' το κακό του.

Και πιούσα ύδωρ κατά κόρον ως διψασμένη, — αχ! πόσην δίψαν γεννά της ψυχής ο πυρετός! — ανεστέναξεν εκ βάθους και είπεν ως να ωμίλουν τα σπλάγχνα της: — Ό,τι κι' αν είνε, δεν το δίνω το σπίτι. Κατά την επιστροφήν των ουδένα συνήντησαν.

Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε... Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη. — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του. Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.