Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Γυρεύει ν' απαντήση Τάλογο πανδρειεύεται. θέλει να πιη τη φλόγα Πώβραζε μες τη φλέβα του και 'ς τ' άγριο πέρασμά του Του χάραξε το λάρυγγα, του θέρισε το σφάχτη Του ρούφηξε τη λεβεντιά, του σβει την περηφάνεια Και μεθυσμένο από χαρά φυσσομανάει και φεύγει. Το άτι αναστηλώθηκε, στερνή παλληκαριά του, Τα λάγανά του αιμάτωσαν, λυγάνε η κλείδωσαίς του Και ροβολά νεκρότη γη.

Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας: — Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που νάχης την ευχή του Θεού. Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.

Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθητο γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη• «δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου 355 ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου. ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας• αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι».

Με τόνα πόδι απάνω στ' άλλο, σκυμμένος, με τ' αυτί κολλημένο προς το μπουζούκι του, κούρδιζε τα τέλια του με τη μικρή πέννα σιγά, σιγά, ως ότου να το βάλη στο ζένι. Παιδεύτηκε πολύ πάρα πολύ, που οι άλλοι κουράστηκαν. — Την άτιμη τη μπουργάνα πέφτει ολοένα, έκαμε εκείνος, και σταμάτησε. Ρούφηξε λίγο κρασί, τράβηξε το τσιγάρο του, και ξανάρχισε το κούρτισμα. Παιδεύτηκε και βρήκε τέλος το ζένι.

Εδώ και λίγο καιρό έχω συνέχεια πονοκέφαλο και ο πόνος και η αγρύπνια με κατάντησαν έτσι, χούφταλο, καμπούρα, λες και με ρούφηξε ο βρικόλακας.» «Είναι δίκαιο!», σκέφτηκε ο Έφις, αλλά δεν το είπε. «Είναι ένας διαολεμένος πόνος, ο πονοκέφαλος, Έφις μου.

Αν με την ψυχή των βιβλίων ή με τη δική τους ψυχή θα έδιωχναν τον καταχτητή. Φτάνει να τον διώξουνε. Το είχε κ' εκείνη μεγάλο μαράζι. Τόσα χρόνια μέσα στην οικογένεια ρούφηξε στο αίμα της όλους τους πόθους και τα όνειρά της. Εστέναξε και δάκρυσε με τον άντρα της στα χρόνια της σκλαβιάς.

Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελο του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χύμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ' το κάσσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα.

Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε... Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη. — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του. Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν