United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο γιος κατόπι του Νεστόρου 580 τον αμαξά του Μύδονα χτυπάει, τον αντριωμένο τ' Ατύμνη γιο — τ' αλόγατα γυρνούσε αφτός να φύγειμεσάγκωνα βαρώντας τον με μια χοντρή κοτρώνα· κι' εκείνος, χάμου τούπεσαν στις σκόνες οχ τα χέρια τα γκέμια π' απ' του φιλντισιού τη χάρη ασπροβολούσαν.

Ένας παχύς ψαράς με μια χοντρή και ως τα πόδια λινατσένια πουκαμίσα, μας δέχτηκε μαζί με τη γριά του, χαρούμενοι κι οι δυο. Φιλόξενοι άνθρωποι αυτοί οι ψαράδες χειμώνα καλοκαίρι σ' όλο το πλήθος των κυνηγών που ξεπέφτει στις καλύβες τους. Ριχτήκαμε κι οι τρεις στη φωτιά.

Έφτασε, είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέτοια όμως συντέλεια ημπορούσε να ευχαριστήση τον καθένα. Ηλιογάβαλος η γη βούλεται να πεθάνη μέσα στα ροδοκύματα. Άξαφνα όμως ανατρόμαξα. Κάτω βαθειά, μέσ' από το μενεξεδένιο σύγνεφο είδα να προβαίνη ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του εφάνταζαν στο βάθος τ’ ουρανού σαν Αγιονόρος.

Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνητην στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων. και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520 χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη, και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.

Μήστητί μου Κύριε! Δεν παίρνεις κανένα κοριτσάκι να σου βοηθάη στη χοντρή δουλειά, αφού δεν έχεις την υγειά σου ; Εσείς τον τρόπο σας τον έχετε. Ναν’ καλά ο άντρας σου! Δυό νοματέοι είσαστε. Από παιδιά κι από σκυλλιά έτσι κ’ έτσι δεν έχεις φόβο. Αυτό να το βγάλης απ’ το νου σου.

Όμως τη μάχη ο Έχτορας δεν παραιτούσε κι' έτσι· κωλώνει και μια πέτρα αρπάει με την χοντρή του χέρα πούταν στον κάμπο κατά γης, μάβρη τραχιά μεγάλη· 265 μ' αφτή του Αία βάρεσε την εφταπέτσα ασπίδα στη μέση, απάς στον αφαλό, κι' άχησε γύρω ο βρόντος. Τότες κι' ο Αίας άδραξε μια πιο πολύ μεγάλη κοτρώνα, και την έσφιξε στριφογυρίζοντάς την με δύναμη ως απάνου εκεί.

Φθονερούς εκείνους κράζουν Που της ξέναις ευτυχίαις, Και της ξέναις αρεταίς, Εδικαίς τους λογαριάζουν Συφοραίς και δυστυχίαις Τρομεραίς και δυναταίς. Ειδέ μη, σ' εσένα λάθος!.. Ω χοντρή συκοφαντία, Ω κακόβουλε Γλωσσά! Φίλε μου, άφστον, έχει πάθος Προς εσένα και κακία, Άφινέ τον να λυσσά. Τέτιαν έκανα ομιλία Σ' ένα κάπιον γνώριμό μου Μ' αθωότητα πολλή.

Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!

ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Αλλά, συγγνώμην, αγαπητέ μου, που σε διακόπτω· μου φαίνεται πως αφίνεις το πάθος σου για την κριτική να σε παρασύρη παραπολύ μακριά. Γιατί πρέπει να παραδεχθής επιτέλους και συ πως είναι πιο δύσκολο να κάνη κανένας κάτι παρά να μιλήση γι' αυτό. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Πιο δύσκολο να κάνη κανένας κάτι παρά να μιλήση γι' αυτό; Καθόλου μάλιστα. Είναι μια χοντρή πλάνη του όχλου αυτή.

Ο πορτιέρης πίστεψε πώς δίχως άλλο ήταν τρελλός, και του φώναξε: «Ελάτε κοντά, πού μείνατε λοιπόν τόσον καιρόΑπάντησε ο Τριστάνος, αλλάζοντας τη φωνή του: «Στους γάμους του Αββά του Μον που είναι φίλος μου. Πήρε μια παπαδιά, μια χοντρή κυρία με βέλο. Από το Μπεζανσόν μέχρι το Μον, δεν έμεινε παππάς, αββάς, καλόγερος, καλογεροπαίδι, να μην πάη στους γάμους.