Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
— Κάνετε τους κυρίους εκεί κάτω, σεις αι Διανοητικαί Δυνάμεις!» έλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Αλλά αι Δυνάμεις της Φύσεως είναι αι κυριαρχούσαι!» Εγέλα, ετραγουδούσε και εις την κοιλάδα βρόντος ηκούετο. — Εκεί κατρακυλίεται χιονοστιβάς!» έλεγαν οι άνθρωποι.
Όμως τη μάχη ο Έχτορας δεν παραιτούσε κι' έτσι· κωλώνει και μια πέτρα αρπάει με την χοντρή του χέρα πούταν στον κάμπο κατά γης, μάβρη τραχιά μεγάλη· 265 μ' αφτή του Αία βάρεσε την εφταπέτσα ασπίδα στη μέση, απάς στον αφαλό, κι' άχησε γύρω ο βρόντος. Τότες κι' ο Αίας άδραξε μια πιο πολύ μεγάλη κοτρώνα, και την έσφιξε στριφογυρίζοντάς την με δύναμη ως απάνου εκεί.
Κι' απ' του Ολύμπου ταις κορφαίς κατέβη θυμωμένος, Έχοντας εις τους ώμους του δοξάρι και φαρέτραν. Κ' εις τον θυμόν κινούμενος, βρόντιξαν η σαΐτες 'Σ τους ώμους του· κ' επήγαινεν, ομοιάζοντας σαν νύχτα. Εκάθησε τότ' έπειτα μακριά 'πό τα καράβια· Και μετά τούτο έρριξε κατοπινά σαΐταν· Κ' έγινε βρόντος τρομερός απ' τ' αργυρό δοξάρι. Πρώτα ταις μούλαις λάβωσε, και τους γοργούς τους σκύλους.
ΧΙΟΣ. Εν ηξεύρω τίποτες, να σας χαρώ, κ' εγώ κοιμούμενε, και ήγλεπα ς' τ' όνειρό μου που πμλεχτήκανε ο Κρητικός με τον Αρβανίτη — ήκουσα και το βρόντος του πιστολιού μα ίντα να κάμω σαν γλυκοκοιμούμουνε; ΑΣΤ. Όμορφο ύπνο έκαμες και συ — οι άνθρωποι σκοτωνούντανε, και συ κυμούσανε — μοιάζει από ταις πολλαίς κομφετέρους, γλυκάθηκες και στον ύπνο σου.
Βρόντος αντήχησε, λέγεις κ' έσκασε κανόνι δίπλα στο καράβι μας και πελώριο κύμα εκύλισεν απάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο Καύκασος άστραψε κ' εβρυχήθη τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε και η θάλασσα η φοβισμένη, άφρισε τόρα κ' εμάνιασεν από άκρη σε άκρη του πόντου. Σωστός κλύδωνας. — Ίσα πανιά! επρόσταξεν ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους φλόκους! τα τρέγα!... Κατσάρετε τις σκότες!
Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!
Και το σκυλί του συντρόφου, το ράθυμο και μουλωχτό, αναμαλλιασμένο τόρα από τους κλώτσους των ναυτών και τον τρόμο του, έκατσε με πείσμα στο τσιμπούκι και ούρλιαζε δείχνοντας σπαθιά τα δόντια του στον κεραυνό, σαν να ήθελε να τον φοβερίση. Μα το ψωμάκι εσάστισα. Πρώτη φορά που εσάστισα στη ζωή μου. — Βόηθα τύχη της Σμαρώς· είπα μέσα μου. Αλλά βρόντος φοβερός έκοψε στη μέση τον στοχασμό μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν