United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί• και τότε από τον φόβο προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας• 395 εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι το δεξιό• και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης, και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελατο χώμα. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον• 400 «Να' χε χαθήτην ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος• ιδού, πώς μας ετάραξε• τώρα για ψωμοζήταις φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης χάθ' η γλυκάδατο εξής, αφού νικούν τ' αχρεία».

Κι' ανέβηκε στο φλογωπό τ' αμάξι, και στα χέρια άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι, 390 που όταν το σείνει παραλεί των μαχητών τους λόχους, όσους η κόρη οχτρέβεται τ' ανίκητου πατέρα. Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα.

Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω.

Κι' άδραξε τότε ο Έχτορας πελαγοδρόμο πλοίο 704 πανώριο φτεροτάξιδο, πούχε στην Τριά φερμένα 705 τον Πρωτεσίλα, μα ξανά και στ' Άργος δεν τον πήγε.

Ήθελε κάτι να κάμη, από κάτι να καταπιαστή για να δοκιμάση τη δύναμή του. Άξαφνα είδε την αξίνα του Μαλαματένιου σ' ένα κουτρούλι και την άδραξε στα χέρια. Έδωκε μια κι αναποδογύρισε ένα κομμάτι χώμα ίσαμε δέκα πλίθες. Έπειτα άρχισε να σκάφτη βιαστικά, σηκώνοντας και κατεβάζοντας την αξίνα με πείσμα, λες κ' ήταν εχτρός του η γη κ' ήθελε να την τελέψη.

Άδραξε τον καιρό που πρέπει χέρι χέρι, κ’ εγώ για τ’ άλλα ημεροσκόπου πιστό μάτι θε να ’χω και μαθαίνοντας σωστά ’πό μένα το κάθε τι από κει άβλαβος τέλεια θα ’σαι.

Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκιΔε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη... Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.

Είπε, και μ' ένα πήδημα τον άδραξε απ' τη φούντα, κι' έστριψε και στων Αχαιών το μέρος τον τραβούσε. 370 Και τ' ολοκέντητο λουρί τον έπνιγε από κάτου απ' τα καλόθρεφτα λαιμά, που τεντωτό κρατούσε τη χάλκινη περκεφαλιά δεμένη στο πηγούνι.

Ρίχτηκε με τάλογό του μέσα στο σίφουνα κι άδραξε την αθανασία. — Δε διάβασα τέτοιο θάνατο πουθενά. — Δε διάβασες γιατί δεν έγινε. Ζη ο Βασιλιάς μας, ζη και μας προσμένει! φώναξε η κόρη με αστραφτερά μάτια σαν προφήτισσα. — Το πιστεύεις; — Το πιστεύω! βέβαια και το πιστεύω αφού στο λέω.

Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον, τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους. τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι• βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190 οι Φαίακες μακρύκουποιτην θάλασσα ακουσμένοι• και ο λίθοςόλα επέταξεν επάνω τα σημεία, γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε, τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195 με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο• όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα• δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».