United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λες και περνούσε πάλι μπροστά τους, στην ώρα του απάνω, ο Αγγελής, στοιχειό ενός στοιχειού. Ο Μιχαληός βλαστήμησε από μέσα του: — Σκασμός βρωμόσκυλα! Τώραπου να μην έσωναθαρρώ πως καταλαβαίνω κ' εγώ τη γλώσσα σας. Σκασμός! Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό.

Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι. Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την Αγ.

Αλλ' ο παπ' Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν εκεί. Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον Γιάννην τον Κούτρην.

Όταν ο Αγγελής είχε μαζέψει ήδη όλα τα λεπτά όσα ηύρε, έφευγεν οπίσω διά της μεσημβρινής θύρας, ενώ τα άλλα παιδία, πέραν του βορεινού φράκτου, κατεδίωκον εις τον βρόντον τον Παλούκαν, όστις είχε γείνει άφαντος ήδη, επαναλαμβάνοντα·Να, κι' άλλη ζυγιά! Να, κι' άλλη ζυγιά!

Ο Βλαχαγγέλης πολεμά κι ο Χρήστος Βαλαώρας Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις ή δέκα Μόν' είν' χιλιάδες δεκατρείς, χιλιάδες δεκαπέντε. Τζαφέρμπεης εχούγιαξε κι' ο Αγγέλης πηλογιέται...

Ποία δικαιώματα; Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα, ας πούμε, γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν' άχουμε την ευχή του, πού θα ταις εδιάβαζε... Η δουλειά του ήτον να διαβάζηΑλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα πρωτεία.

Μίαν ώραν ύστερον κατήλθε διά του λιθοστρώτου η πρώτη συνορίς των αδόντων παιδίων, ο Νάσος και ο Αγγελής. Είδομεν πως ήλθαν βολικά τα πράγματα, και πως ο Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα να περάση ως ειρηνευτής μεταξύ των παιδίων που εμάλλωναν. Αφού ο Νάσος και ο Αγγελής ετράπησαν εις φυγήν, αισθανόμενοι φεύγον το έδαφος υπό τους πόδας των, κατήλθον άλλα παιδία, είτα άλλα.

Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ' Αγγελής ευλόγησεν, ως έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι' ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, του Γεώργη τ' Παναγιώτ', όστις εγερθείς, προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν. — Κ'στός ανέστ'· βρε παιδιά!

Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύη τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γιλέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμίν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί. — Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Άφησέ με, δεν έχω τίποτε. — Είσαι ψεύτης! Ο Αγγελής ύψωσεν απειλητικήν χείρα.

Ο Μιχαληός τον έσερνε απ' το μανίκι. Εκείνος αντιστεκότανε. — Να συμμαζέψουν τα σκυλιά τους ο κόσμος, γιατί θα γίνη μεγάλο κακό. Αυτό σου λέω μονάχα! είπε σκουπίζοντας τα ματια του απ' το κακό του. Ο Μιχαληός, σαν είδε κι' απόειδε πως δεν τον έκαμε ζάφτι, τον πήρε με το καλό. — Έννοια σου! Αύριο θα πω των καπετανέων να τα συμμαζέψουν. Άιντε να ησυχάσης τώρα. Ο Αγγελής δεν έπαιρνε από λόγια.