United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το δροσερό ανοιξιάτικον αέρα που πνιγμένος σε μύριες ευωδιές το βασιλιά και τους αρχόντους πέρα σε πιο όμορφες τους φέρνει ακρογιαλιές. Κάθε άεργο, ζητιάνο, κλέφτη, αλήτη γύρω απ τη χώρα έχει μαζέψει εδώ, από καλύβι γύρισε σε σπίτι κι ερέθισε τον κόσμο το φτωχό.

Κατάλαβε ότι τον έδιωχνε και βγήκε στην αυλή, κοίταξε όμως μήπως μπορούσε να μιλήσει και με την ντόνα Νοέμι. Να την που βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει την κουβέρτα. Χαμένος κόπος να την παρακαλέσει να κατέβει, έπρεπε ν’ ανέβει εκείνος. «Ντόνα Νοέμι, μου επιτρέπετε μια ερώτηση; Είστε ευχαριστημένη

Αν μπορής, κάνε μου και τους άλλους καμπούρηδες να περιγελάμε τους ίσιους, που θ' απομείνουνΤέτοιο μαράζι τον έτρωγε τον Λαζαράκη. Και όλη την ώρα, που περπατούσε σκυφτός έσπαζε το κεφάλι του πώς να εκδικηθή τους ίσιους ανθρώπους, πώς να βγάλη το άχτι του. Ένα πρωί πήρε λίγα παραδάκια, που είχε μαζέψει πεντάρα με την πεντάρα, και πήγε σ' ένα μαρμαρά: «Άκουσε δω, παλικάρι, του λέει.

Κρατούσε στο χέρι τα παπούτσια∙ άφησε να της πέσουν το ένα μετά το άλλο, έπειτα έσκυψε να τα μαζέψει. «Έφις, βλέπεις; Η κατάρα που σου έδωσα έπιασε! Ακόμη και τα ρούχα σου άλλαξες. Θυμήσου που ήθελες να με σκοτώσεις.» «Είμαι πάντα έτοιμος, εάν δεν πάψεις! Πες μου, πως είσαι;» «Όχι πολύ καλά.

Αγόρασε γουναρικό, πορφύρα, και κόκκινο βελούδο, μεταξωτά υφάσματα, ερμίνα, σιντζάπια, κ' ένα πέπλο λευκότερο από κρίνο, κι' ακόμη ένα βασιλικό άλογο σελλωμένο με χρυσάφι, που πήγαινε βάδην, σιγά-σιγά. Οι άνθρωποι γελούσαν βλέποντάς τον να σκορπίζη γι' αυτά τα αλλόκοτα και μεγαλοπρεπή ψώνια, της οικονομίες που τόσον καιρό είχε μαζέψει.

Τον καιρό της έλλειψης, λίγες εβδομάδες δηλαδή πριν το θερισμό του κριθαριού, ο κόσμος, έχοντας εξαντλήσει και τα αποθέματα σιταριού, προσφεύγει στην τοκογλυφία, η γριά Ποτόι πήγαινε τότε να μαζέψει βδέλλες. Το αγαπημένο της μέρος ήταν ένας κολπίσκος που σχημάτιζε το ποτάμι κάτω από το Λόφο των Περιστεριών κοντά στο κτηματάκι των Πιντόρ.

Θα μπορούσαμε να τον υποδεχτούμε σαν να ήταν ξένος. Καλώς τον τον ξένο!», είπε σαν να χαιρετούσε κάποιον που έμπαινε εκείνη τη στιγμή από την πόρτα. «Εντάξει. Και εάν συμπεριφερθεί άσχημα, θα τα μαζέψει και θα φύγει όσο είναι καιρός

Όταν τελείωσε το φαγί, ο Κακαμπός νόμισε, καθώς κι' ο Αγαθούλης, ότι πληρώσανε καλά το λογαριασμό τους, ρίχνοντας απάνω στο τραπέζι δύο απ' αυτά τα πλατιά κομμάτια του χρυσαφιού, πούχαν μαζέψει. Ο ξενοδόχος κ' η ξενοδόχα σπάσανε στα γέλια και βαστούσανε πολλιώρα τα πλευρά τους. Τέλος συνήλθανε.

Μας φαινότανε πως ενώ εμείς δε γνωρίζαμε τίποτε, πως ενώ ζούσαμε τη ζωή μας και φανταζόμαστε πως είμαστε ευτυχισμένοι, εδώ έξω στο νησάκι καιγότανε και χανόταν κάτι από κείνον το θησαυρό της ζωής, που είχαμε μαζέψει και τονέ νομίζαμε καλά φυλαγμένον. Η Έλσα είχε το συναίστημα πως σ' αυτήν την πυρκαϊά έχασε κείνη περσότερα από τους δυο γέρους.

Η θεία Νοέμι όμως ανησύχησε λίγο σήμερα, επειδή η θεία Έστερ μου έλεγε ότι δεν μπορεί να μαζέψει τα λεφτά για τους φόρους. Έτσι είναι! Ξοδεύουν για μένα και από μένα δεν θέλουν τίποτα! Εγώ είπα στη θεία Έστερ: μην ανησυχείτε, θα πάω εγώ στον φοροεισπράκτορα…- Πόσο θύμωσε η θεία Νοέμι! Τα μάτια ήταν σαν λυσσασμένης γάτας. Δεν τη φανταζόμουν τόσο ευέξαπτη.