United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ένας συγγραφέας έχει να γράψη πολλά. Δεν μπορεί να βρη πάντα την όρεξη να γράψη για ένα μικρό σγουρόμαλλο αγοράκι, που δεν είχε κάμει στον κόσμο άλλο τίποτε παρά να τρέχη πέρα δώθε και να σκορπίζη σ' όλους τη χαρά. Και στην ποίηση, όπως και στη ζωή, οι μικροί πρέπει να περιμένουνε, γιατί οι μεγάλοι δεν τους αφίνουνε να περάσουν πριν έρθη η σειρά τους.

Κι' ο τελευταίος άνθρωπος όπου μιλεί στο δρόμο, μου φαίνεται σαν να σκορπίζη αρμονίες μουσικής τριγύρω μου!

»Οι χρυσές μέλισσες λουφασμένες είναι πάνω στον γεμάτο θυμάρι Υμηττό και το κέρας του έρωτος της Ηούς δεν θα σκορπίζη πια το κρύο λυκαυγές απ' την κορφή του. Το προσκήνιο είναι ένα χορτοσκεπασμένο κ' ηλιοκαμμένο ανάχωμα σκασμένο σε ψηλώματα και κοιλώματα σαν κύματα, που γίνονται πιο ανώμαλα από πολλές ρίζες και κούτσουρα δέντρων, πελεκημένων άκαιρα, που ξεπετούνε πάλι πρασινωπά βλαστάρια.

Ως που με άρπαξαν τα παληκάρια και οι λυγερές κ' εβγήκαν στο Βληχό να παίξουν κλωτσοσκούφι. Εδώ μ' έρριχναν εκεί μ' επετούσαν ολημερίς. Κ' εγώ ολημερίς, με τα μάτια ορθάνοιχτα, έβλεπα γύρω τη Φύσι να σκορπίζη άφθονους τους τροφαντούς χυμούς της, κάτω από τα ζεστά του μαγιάπριλου αγκαλιάσματα.

Και το μέγιστον είναι, όταν η χολή, αναμιχθείσα με καθαρόν αίμα, δια- σκορπίζη έξω της θέσεως των τας ίνας, αίτινες ήσαν διεσπαρμένοι εις το αίμα, ίνα τούτο έχη συμμετρίαν λεπτότητος και πάχους, και διά την πολλήν θερμότητα μη τρέχη ως ρευστόν έξω του σώ- ματος αραιωθέντος , μήτε πάλιν διά την πολλήν πυκνότητα γενό- μενον δυσκίνητον μόλις και μετά βίας κυκλοφορή εις τας φλέβας.

Άρχισε να σκορπίζη γύρω θλιβερούς, πικρούς, σπαραχτικούς στεναγμούς·Αχ! Μεεέμο! Με-ε-έ-μο! Μέμο! Μέμο ! Όμορφο παληκάρι, του ήλιου ζηλεφτό βλαστάρι ήταν ο Μέμος. Χρυσόμαλος, σαν τον ουράνιον πατέρα του, φλογερός, ολόξαθος. Ανάμεσα από την πυκνή μαντήλα της, μια μέρα, πεντάμορφη Σουλτάνα τον είδε. Κρυφή σαΐτα η ματιά του, πούχε το χρώμα του γιαλού, στη μαλακή καρδιά την κέντησε.

Το φκυάρι, Κρατήρα, γρήγορα το φκυάρι! Και λαβών ο γέρων μικρόν κ' ελαφρόν πτύον σιδηρούν ήρχισε πάραυτα να σκορπίζη την απαλήν και παρθενικήν χιόνα, εδώ κ' εκεί σωρεύων αυτήν, και προσπαθών να διανοίξη πρόχειρον δίοδον προς την θύραν της αυλής, και προς το μέρος όπου ηκούετο ο γρυλλισμός του χοιριδίου. — Το καϋμένο το γουρνόπουλο, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταύρος καταγινόμενος εις αυτήν την εργασίαν.

Ένα παράθυρο μόνο έκλεισε δυνατά και ο κόσμος άρχισε να σκορπίζη, μουρμουρίζοντας. Δύο κορίτσια πέρασαν μπροστά στο Μαθιό, που σκούπιζε το κούτελο του απ' τα αίματα. — Την είδες την γουστερίτσα πώς έγινε! Και βαστούσαν τα γέλια με κουνήματα και σπρωξίματα. Ξημέρωσε η Κυριακή, μαύρη Κυριακή! — Να όψεται ο αίτιος, που πήρε το κορίτσι στο λαιμό του. Έλεγε ο Παπα-Δημήτρης κάτω στον καφενέ.