United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ και είκοσι χρόνια, όταν κάποιο γεγονός έσπαγε τη μονοτονία της ζωής στο σπίτι των Πιντόρ, ήταν πάντα μια συμφορά. Ξάπλωσε και το παιδί, αλλά δεν είχε όρεξη για ύπνο. «Μπαρμπα-Έφις, και σήμερα η γιαγιά μου έλεγε ότι οι κυράδες σας ήταν πλούσιες, όπως ο ντον Πρέντου. Είναι αλήθεια ή όχι;» «Αλήθεια είναιείπε ο υπηρέτης αναστενάζοντας. «Δεν είναι όμως ώρα να θυμόμαστε τέτοια πράγματα.

Πρώτο θύμα πέφτει ο Μαξιμίνος, που απάνω στην απουσία του Λικινίου έκαμε όρεξη ναρπάξη αυτός την Ανατολή, με σκοπό να κάμη το ίδιο κατόπι και στη Δύση. Χτυπάει λοιπόν το Βυζάντιο και το κυριεύει. Προφταίνει όμως ο Λικίνιος από τα Βορειοδυτικά, ανταμώνει τον Μαξιμίνο στην Αδριανούπολη και τονέ σπάνει.

Άρχισα να τα βλέπω πάλι τα ταπεινά γνωρίσματα της Σκλαβιάς, το αιώνιο, το χαμηλόβλεπο σκύψιμο, τις μαριόλικες τις ματιές, τα χέρια τα κρεμασμένα, μα όχι και πάντα ήσυχα, όχι πάντα ακαμάτικα, γιατί κι από δουλειά ξέρουν, και της γλώσσας τη δουλειά κάμνουν, όταν αυτή όρεξη ή και θάρρος δεν έχει λέξη να ξεστομίση.

Επήγα διά να τον αποχαιρετήσω· γιατί μου ήλθεν η όρεξη να κάμω ένα γύρον έφιππος εις τα βουνά, αφ' ότου τώρα και σου γράφω· και καθώς πηγαινοέρχομαι εις το δωμάτιον, μου πίπτουν εις τα μάτια τα πιστόλιά του. — Δάνεισέ μου τα πιστόλια, είπα, για το ταξείδι μου. — Ευχαρίστως, είπεν, αν θέλης να λάβης τον κόπον να τα γεμίσης· εγώ τα έχω κρεμασμένα μόνον διά τον τύπον.

Έπειτα έφυγε τρέχοντας κέγινε άφαντος μες στους πρίνους και τους βράχους. — Αν του παίζαμε 'δα, είπα του Βασίλη, δε θα το φτάνανε, τα σκάγια; — Δεν θα το φτάνανε, μα κιάνε το φτάνανε, δε θα του κάνανε πράμμα. Ταγρίμι θέλει μπάλλα για να πέση. Οι κυνηγετικές μου επιτυχίες, μετά την πρώτη, ήσανε λιγοστές και μικρές· κιόμως γύρισα στο χωριό με την όρεξη και την επιμονή να εξακολουθήσω το κυνήγι.

Μη ξεχάσης να βάλης χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξη το Γιωργιό και θα τήνε πάρη κιανείς άλλος. Το Βαγγελιό έκαμε να γελάση, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη. Στο πείσμα όμως κείνης πούθελε να με πειράξη γιατ' ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού.

Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν, 95 και θαν τα πω εγώ σ' όλους τους τι μας μηνάει ο Δίας, άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου, τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους

Μα και όταν λεν πως δεν επρόβλεπαν τέτοιο κατρακύλισμα της Τουρκιάς, δε μιλούν ειλικρινά. Το πρόβλεπαν, σαν πολιτικοί που είναι, και αν δεν είχαν όρεξη να καλοξετάσουν τα ζητήματα οι δικοί μας, ήταν γνωστό όμως πως οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι γι' αυτό μονάχα θα πολεμούσαν, για να ξεπατώσουν ήγουν την Τουρκιά και να μοιραστούν τη λεία. Λίγο τους έννοιαζε αυτούς για μεταρρύθμισες και τέτοια.

Καλότυχε, τέτια που λες, λοιπόν θαρρείς αλήθια 40 έτσι είναι τ' Άργους τα παιδιά απόλεμοι κιοτήδες; Μα εσένα αν σ' έπιασε όρεξη να σηκωθείς να φύγεις, σύρε! να δρόμος ανοιχτός, να πλοία στ' ακρογιάλι! 43 Όμως οι άλλοι οι Δαναοί με τις θρεμένες χήτες 45 θα μείνουν ως να πάρουμε το κάστρο.

Νανακατώση, κανείς αρχαία και νέα μαζί, να βάζη στο ίδιο κατεβατό δυο γλώσσες, δυο ιστορίες, δυο αντίθετες εποχές, τα χρόνια του Σοφοκλή και τα δικά μας, δεν προσέχει την ουσία της τέχνης, που θέλει ενότητα κι αρμονία. Σας το μολογώ φανερά, ένα θα , ένα με , ένα μικρούτσικο να με χαλνά την όρεξη, με φαρμακώνει τη χαρά μου, όταν πάρω να διαβάσω καμιά σελίδα γραμμένη στην αρχαία γλώσσα.