United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιάειντα, Γιωργιό μου, είπε, εχλώμιανες, απού 'σουν σαν ταπριλιάτικο ρόδο, όντεν ήρθες απού τη χώρα; — Γιατί δεν έρχεσαι μπλειο στο σπίτι μας...και φοβούμαι πως δε... — Πώς δε σαγαπώ; Αυτό θες να' πης; — Ναι. — Όι, Θέλω να μου το πης ο ίδιος. Θέλω να τακούσω απού το χρυσό σου στόμα. — Φοβούμαι πως δε μαγαπάς μπλειο.

Μη ξεχάσης να βάλης χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξη το Γιωργιό και θα τήνε πάρη κιανείς άλλος. Το Βαγγελιό έκαμε να γελάση, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη. Στο πείσμα όμως κείνης πούθελε να με πειράξη γιατ' ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού.

Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τόνομά της: — Βαγγελιό! Βαγγελιό! Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά: — Γιωργιό!.., Εσύ σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της. Έτρεξα μέσα κέπεσα στην αγκάλη της. Αλλ' αυτή με ταδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σαπόσταση και μέβαλε να καθήσω σένα σκαμνί δίπλα της.

Οι δικοί μου δεν άργησαν να νιώσουν την εξαιρετική αγάπη μου στο Βαγγελιό· κιάρχισαν να τη μεταχειρίζωνται ως σωφρονιστικό μέσο, για να με ησυχάζουν, να καταπαύουν τις δυστροπίες μου. Κοντά δε στους δικούς μου, έμαθαν κοι ξένοι την αδυναμία μου κέπαιζαν με τον πρώιμο έρωτά μου. «Ποια θα πάρης, Γιωργιόμε ρωτούσαν.

Ο Γιάννης με κύταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κεγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθησε κοντά μου κιαφού με πήρε στα γόνατά της, μούπε. — Γιάειντα κλαις, Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν' αγαπώ; — Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μαναφιλητό.

Κ' η μεγαλείτερή μου ξαδέρφη έλεγε: — Κρίμα που το Γιωργιό 'νε πρώτος ξάδερφός μου. Ποιόν άλλο θάπαιρνα καλλίτερο; Αμφιβάλλω όμως πως, κιαν δεν είχαμε τόση στενή συγγένεια, θα συμφωνούσα κεγώ στην προτίμησή της, γιατ' η ξαδέρφη δεν ήτον ώμορφη. Αλλά κη μητέρα της έκαμε μιαν άλλην επιφύλαξη. — Έπρεπε νάνε και μεγαλείτερος στσοι χρόνους γη σκιάς σόγκαιρος .

Μα συ θα παίξης για να μάθης. Μου είπε πώς να σκοπεύσω κιόταν περνούσαν σε καλή απόσταση, έσυρα τη σκαντάλη. Δεν περιγράφεται η συγκίνηση κη χαρά μου όταν είδα μια κολιακούδα να στριφογυρίζεται στον αέρα και να πέφτη. — Μωρέ, ζωή νάχης Γιωργιό! Εσύ θα γενής μεγάλος κυνηγός. Όλοι αρχίζουν απού τα καθιστά και συ την πρώτη σου πετυχιά την έκαμες στα πεταχτά!

Κ' ενώ με πήγαινε, με φιλούσε και μούλεγε: — Πονείς ακόμη, Γιωργιό μου; Δεν πονείς· αι;... Μα μπορείς να πονής μπλειο 'κειά που σε φίλησα 'γώ; Πόσο μ' αγαπάς εδά; — Πολλά, πολλά, της έλεγα κέκλεια τα μάτια μου από ευτυχία. — Να χαρώ εγώ!... Και μούδιδε νέα φιλιά. Όσες φορές αρρώσταινα, ο καλλίτερός μου γιατρός ήτο το Βαγγελλιό.

Όταν μαφήκε να γυρίση στο χωριό, μούπε: — Και δε θα μου κάμης εδά, Γιωργιό, κιαμιά παραγγελιά για το χωριό; Δε θα πω χαιρετίσματα σε κιανένα; — Σόλους να πης, τούπα ανόρεξα. — Και σε κιαμιά ψυχή ξεχωριστά; ξαναρώτησε με πονηρό χαμόγελο. Κύμα θυμού ανέβηκε στο λαιμό μου. Μου φάνηκε πως αυτός ο χωριάτης έβαλε τα χοντρά και λερωμένα χέρια του στην καρδιά μου και βεβήλωσε τάγια των αγίων.