United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντροπατεί, εξήγησε η αδελφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγη. Εμεγάλωσε· δεν τονε θωρείς; Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ' αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μούδωκαν αφορμή κιάλλων σκέψεων. Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κενώ τάλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε.

Μούπε κι ο ξάδερφος ότι όσες φορές θα πηγαίναμε στο κυνήγι θα κρατούσα εγώ το τουφέκι του κιαυτός θάπαιρνε δανεικό. Κέτσι θάχα δικό μου τουφέκι. Πρώτη φορά που γύρισα στο χωριό από απουσία χωρίς να δείξω ανυπομονησία να δω το Βαγγελιό· κη μητέρα μου τώχε κρυφή και μεγάλη χαρά, αλλά κιαπόφυγε να μου πη τίποτε. Μόνο για το κυνήγι μιλούσα και σκεπτόμουνα.

Πήγαινε γενικώς προς τα κορίτσια πούσαν του τύπου της αρέσκειάς μου. Όταν γίνηκε αποκλειστική και σταμάτησε σένα και μόνο πρόσωπο, άλλαξε και χαρακτήρα κι αίσθημα. Η αγάπη μου γίνηκε ψυχικώτερη. Ήρθε μέρα πούνιωσα πως απ' όλες που μάρεσαν μια αγαπούσα ξεχωριστά και τόσο περισσότερο που κατάλαβα ότι μόνον αυτή αγαπούσα. Τη λέγανε Βαγγελιό· ήτο μάλιστα κιακροσυγγένισσά μας.

Κείντα θα κάμης πάλι στον Άη Θωμά; είπε το Βαγγελιό· και φάνηκε πως δεν της άρεσε αυτό το ταξίδι, γιατί καταλάβαινε το σχέδιο της μάνας μου. Μα πάλι δεν είπε τίποτε για τη μάνα μου. — Αν ήτονε, της είπα, να πάω μόνο στον Άη Θωμά, δε θα πήαινα. Μόνο θα πάω και στην Καλυβιανή, να βρεθώ 'κειά τση Παναγίας να την παρακαλέσω για την υγειά σου. Εκινήθη να μαγκαλιάση, αλλ' ευθύς τραβήχτηκε.

Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψη την κοκκινάδα πούχε χυθή στο πρόσωπό της και να στρέψη αλλού την ομιλία. Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού: — Δεν είδες πως ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού; — Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή 'χε παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κέκανε πως δεν καταλάβαινε. — Εχόντρινε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε πρωτοκράζουνε.

Οι δικοί μου δεν άργησαν να νιώσουν την εξαιρετική αγάπη μου στο Βαγγελιό· κιάρχισαν να τη μεταχειρίζωνται ως σωφρονιστικό μέσο, για να με ησυχάζουν, να καταπαύουν τις δυστροπίες μου. Κοντά δε στους δικούς μου, έμαθαν κοι ξένοι την αδυναμία μου κέπαιζαν με τον πρώιμο έρωτά μου. «Ποια θα πάρης, Γιωργιόμε ρωτούσαν.