United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί δεν εφωτίζετο της Βέρας μου το δώμα; πώς της γλυκείας μου φωνής δεν ήκουε τους ήχους; ίσως κοιμάται, έλεγα, 'στο απαλό της στρώμα, κι' εκτύπων οι οδόντες μου εξ έρωτος και ψύχους. Και έψαλλαν και έψαλλαν τα χείλη μου τα κρύα, κι' εχάνοντο εις το κενόν οι φλογεροί μου πόθοι, ως ότου πια του τραγουδιού η τόση αρμονία εκόλλησε 'στο στόμα μου και απεκρυσταλλώθη.

Αντροπατεί, εξήγησε η αδελφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγη. Εμεγάλωσε· δεν τονε θωρείς; Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ' αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μούδωκαν αφορμή κιάλλων σκέψεων. Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κενώ τάλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε.

Κι' ενώ αυτά μου έψαλλαν οι ποιηταί τριγύρω, οι χοίροι ηύρανε καιρό και πέφτουν 'στο σιτάρι, κι' εγώ τους έβλεπα, χωρίς μια πέτρα να τους σύρω. .. οι ποιηταί μου έδεσαν και χέρι και ποδάρι. Προφθάνει και ο έμπορος με άμαξαν αχύρων· ω! τι θυμός θα έσεισε τα άμουσά του στήθη σαν είδε την επάρατον επιδρομήν των χοίρων! και όμως . .. πάλι 'γέλασε και εσταυροκοπήθη.

Μεγάλα χάχαν' έγιναν εις τους θεούς, σαν είδαν Τον Ήφαιστον, που δούλευετα δώματα με γνώσιν Έτσι δα τότ' ολημερίς ως του ηλιού τη δύσι Έτρωγαν· τίποτ' η καρδιά φαγ' ίσιο δεν στερηούνταν· Ούτε την λύραν την καλήν, 'πού είχεν ο Απόλλων, Ούτε ταις Μούσαις, π' έψαλλαν καλόφωνα με τάξιν.

Αλλά δεν με γελάς άλλην φοράν. Και ήρπασεν τον μικρόν Κλώσον από την μέσην, τον έχωσεν εις τον σάκκον, έβαλε τον σάκκον εις την ράχιν του και του είπε. — Τώρα πηγαίνω να σε πνίξω. Έως να φθάση εις τον ποταμόν είχε πολύν δρόμον να κάμη, και ο μικρός Κλώσος ήτο βαρύς. Εκεί όπου επήγαινεν, επέρασεν από μίαν εκκλησίαν, εις την οποίαν έψαλλαν.

Έρωτες δε παριπτάμενοι μικρόν υπεράνω της θαλάσσης, ούτως ώστε ενίοτε τα άκρα των ποδών των ήγγιζαν την επιφάνειαν της θαλάσσης, και κρατούντες δάδας αναμμένας, έψαλλαν τον υμέναιον.

Το μόνο βέβαιον είνε ότι έψαλλαν με νέο και παράξενο τρόπο· και μαυτό πετύχαινε ο δάσκαλος το σκοπό του, δηλαδή να φανή ότι έφερνε κάτι περισσότερο και νεωτεριστικώτερο από τον προκάτοχό του. Η δύναμη του ήτο στο «Άγιος ο Θεός». Εκεί έβαζε κάτι φωνάρες, που έτρεμε ο θόλος της εκκλησίας. Έτρεμαν από την προσπάθεια και τα γένια του δασκάλου, σαν την ουρά της σεισοράδας.

Αυτοί δε ακούοντες ανδραγαθήματα και πράξεις ενδόξους, αρχίζουν να τας ζηλεύουν ολίγον κατ' ολίγον και κινούνται προς μίμησιν, διά να εγκωμιάζωνται και θαυμάζωνται και αυτοί υπό των μεταγενεστέρων, όπως ο Ησίοδος και ο Όμηρος έψαλλαν την δόξαν των παλαιών ηρώων.

ΣΟΛ. Δεν ελυπούντο αυτούς, φίλε μου, αλλά θα παριστάνετο ίσως το έργον κανενός ποιητού ο οποίος διηγείτο προς τους θεατάς καμμίαν αρχαίαν συμφοράν και έλεγε θλιβερά πράγματα, τα οποία επροκάλουν τα δάκρυα των ακροατών. Θα είδες δε και μερικούς οι οποίοι έπαιζαν αυλόν και άλλους οι οποίοι συγχρόνως έψαλλαν σχηματίζοντες κύκλον.

Έψαλλαν, συνέδεσαν και ερρύθμισαν εις την μελωδίαν των μέτρων και της ομοιοκαταληξίας είτε και εις πεζόν λόγον την Φύσιν, τα φαινόμενα αυτής και ό,τι το Εγώ του άνθρωπου, γενόμενον ή Θεός κατοχής και κυριαρχίας ή θυσίας και συντριβής εδημιούργησε Θρησκείαν, Πατρίδα, Ελευθερίαν, Έρωτα και πάσας τας ελευθέρας ιδέας και τα ελεύθερα Συναισθήματα.