United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώστε διά του έρωτος τούτου δεν ικανοποιούνται οι αόριστοι της καρδίας του πόθοι, και υποφέρει ο δυστυχής του Ταντάλου το μαρτύριον, το δε κενόν, εντός του οποίου ζη βασανιζόμενος απορροφά, της ψυχής αυτού την ικμάδα. Ούτω και ο Άγγλος Coleridge: «Ο Ρωμαίος παρίσταται ερωτευμένος ήδη. Η ανάγκη αγάπης ωθεί τον άνθρωπον εις αναζήτησιν αντικειμένου τινός του έρωτός του.

Έπειτα πως θέλεις να τιμωρηθώ εγώ ο μη πταίσας διά τα ιδικά σου σφάλματα ; ή μήπως ενοχλεί τον εγωισμόν σου η φιλοδοξία μου ; θέλεις να έχης εις τας αγκάλας σου ωραίαν γυναίκα και, διά να το κατορθώσης, παραβλέπεις πάσαν λογικήν και πάσαν ευπρέπειαν. Αλλά βεβαίως του κακού ανδρός κακοί είναι και οι πόθοι.

Γλυκείς, αόριστοι και ανεπίγνωστοι πόθοι, ογκούσι τα στήθη μας και θερμή σφύζει εντός της καρδίας ημών η άπληστος ελπίς. Εμπρός, εις κατάκτησιν του ωραίου ειδώλου!

Όσο εμετρούσε το βιός εκείνος και το έβλεπεν αμέτρητο, τόσο εθλιβόταν που δεν ήξευρε τον κληρονόμο του. Όσο έβλεπεν εκείνη τα ρούχα της, σαμούρια και λαχούρια, τα ολόχρυσα στολίδια της, τόσο εστέναζε που δεν είχε μια κόρη να τα χαρή και να τα ξανανιώση. Και όταν βράδυ έσμιγαν οι δυο τους στην κρεβάτα πόσοι πόθοι και τι καϋμοί σεμνοφτέρωτοι εγοργοπετούσαν γύρω στο πικραμένο το αντρόγυνο!

Ούτε ξένοι στοχασμοί, που τραβούνε το δικό τους δρόμο, ούτε φαντασιοπληξίες, ούτε πόθοι μπορούνε νανυψώσουνε την ψυχική αυτή διάθεση, που πηγάζει μέσα από τη ζωική δύναμη.

Οι πόθοι της εφαίνοντο περιοριζόμενοι εις το να θαμβώνη τας Συριανάς διά της πολυτελείας των εσθήτων της, και να ράπτη εις την άκραν αυτών πολυπληθές επιτελείον θαυμαστών.

Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του. Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του, ζητούντος τον καφέν του.

Γιατί δεν εφωτίζετο της Βέρας μου το δώμα; πώς της γλυκείας μου φωνής δεν ήκουε τους ήχους; ίσως κοιμάται, έλεγα, 'στο απαλό της στρώμα, κι' εκτύπων οι οδόντες μου εξ έρωτος και ψύχους. Και έψαλλαν και έψαλλαν τα χείλη μου τα κρύα, κι' εχάνοντο εις το κενόν οι φλογεροί μου πόθοι, ως ότου πια του τραγουδιού η τόση αρμονία εκόλλησε 'στο στόμα μου και απεκρυσταλλώθη.

Κι ο σκοπός κ' οι πόθοι αυτοί μ' έφεραν, έλεγε με το νου του αναστενάζοντας, 'ςτο φρύδι του γκρεμού, της κόλασης, να ψευτίσω την τέχνη μου και να χαλαστώ ο ίδιος, να σκάψω ο ίδιος το λάκκο μου με τα χέρια μου. Διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα, καλά λέει ο λόγος. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου, μόν' 'ςτα χαμένα.

Ιωάννου του νηστευτού, και ουδέν παραλειπούσα των μεσαιωνικών φαρμάκων, ίνα καταπνίξη τους νεανικούς πόθους, οίτινες ανεβλάστανον εις τα τεσσαρακονταετή στήθη της ως τα άνθη επί των ερειπίων. Αλλ’ οι τοιούτοι πόθοι ομοιάζουσι την άσβεστον, ήτις, όσω περισσότερον βρέχεται, τόσω μάλλον ανάπτει.