United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις βρισκόταν πάλι εκεί πάνω, στο κτηματάκι. Αφού είχε τελειώσει ο καιρός της παραγωγής και είχε γίνει και η συγκομιδή των καρπών, ο Τσουαναντόνι, στον οποίο το αφεντικό είχε αναθέσει τη βόσκηση ενός κοπαδιού προβάτων στα βουρλοτόπια γύρω από το χωριό, έφυγε ικανοποιημένος. Να τος λοιπόν πάλι ο Έφις καθισμένος στη συνηθισμένη του θέση μπροστά στο καλύβι, κάτω από το γλαυκό φρύδι του καλαμιώνα.

Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.

Ξαπλωμένος πάνω στο ψαθί, με το ένα χέρι κάτω από τη μασχάλη και το άλλο κάτω από το μάγουλο, ένοιωθε την καρδιά του να χτυπά και το θρόισμα των καλαμιών πάνω στο φρύδι του λόφου του φαινόταν να είναι ο αναστεναγμός κάποιου κακού πνεύματος. Το κίτρινο γράμμα! Κίτρινο, άσχημο χρώμα. Ποιος ξέρει τι έμελλε ακόμη να συμβεί στις κυράδες του.

Πρώτος μας σταθμός ύστερ' απ' την Αγιά Ειρήνη, παίρνοντας το φρύδι του κατοπινού του βουνού, είταν η Κάντανο, γνωστή σου κι αυτή από πρόπερσι· αγκαλά παλαιικό μέρος κι' αυτό. Πολιτεία άλλοτες, περιφέρεια τώρα, με πέντ' έξη χωριά. Ωριόφαντος τόπος.

Όταν περνούσαν κάτω από το κτηματάκι σταμάτησαν για λίγο και ο Έφις έδειξε με την τρυφερότητα ενός εραστή τον λόφο του, το φρύδι του λόφου όπου τα καλάμια τρεμούλιαζαν βαμμένα ροζ από το ηλιοβασίλεμα, το καλύβι κρυμμένο μέσα στις πρασινάδες να τον περιμένει. «Εδώ μένω όλο το χρόνο.

Πέρασε τη νύχτα στην καλύβα και καθώς είχε αρχίσει να φυσάει δυνατός αέρας και τα καλάμια στο φρύδι της πλαγιάς θρηνούσαν σαν ψυχές κολασμένων, προκαλώντας φόβο στο μικρό φύλακα, άρχισε να του διηγείται ιστορίες από τη Βίβλο, μιμούμενος την προφορά του τυφλού. «Ναι, ήταν ένας βασιλιάς που έβαζε να λατρεύουν τα δέντρα, με τη δικαιολογία ότι είναι πνεύματα, καθώς και τα ζώα, ακόμη και τη φωτιά.

Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ' τώνα μου ταυτί και φθάνει ίσα με τάλλο κ' έχω ένα μάτι μοναχά κάτ' απ' το φρύδι εκείνο, και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω.

Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ' ασκέριτους τοίχους του Μεσολογγιού ο 'Μέρης λυσσασμένος Και πέντε γύρισε φοραίς 'μισός και 'ντροπιασμένος. Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τ'ς αυγής τ' αστέρι. Τώμαθε η άλλη Ελλάδα, Κ' εσήκωσε 'περήφανο-'περήφανο το φρύδι.

Ακουγόταν το ακορντεόν που έπαιζε ο Τσουαναντόνι προς τιμήν των νεόνυμφων κι εκείνος ξανάρχισε να θυμάται ένα σωρό πράγματα: το θόρυβο του Μύλου, επάνω στο Νούορο, τα σύννεφα επάνω από το Βουνό Γκονάρε, το θρόισμα των καλαμιών στο φρύδι του λόφου…. «Έφις, θυμάσαι; Έφις, θυμάσαιΤι μεγάλη που έγινε η κουζίνα!

Μια μέρα όμως, ή μήπως ήταν νύχταδεν είχε πια την αίσθηση του χρόνουτου φάνηκε πως είχε φτάσει στο τοιχάκι του φράχτη στο μικρό κτήμα, ψηλά στο φρύδι με τα καλάμια και πως είχε ξαπλώσει βαρύς επάνω στις πέτρες. Τα καλάμια θρόιζαν σκύβοντας μέχρις αυτόν για να τον αγγίξουν, για να τον γλείψουν με τα φύλλα τους που είχαν κάτι το ζωντανό, σα δάχτυλα, σα γλώσσες.