Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ωστόσο δεν αποφάσιζε να φύγει, περιμένοντας την Γκριζέντα και όταν δεν ήταν στο σπίτι ο Τζατσίντο κατέβαινε το σοκάκι, καθόταν στο φρύδι της κοιλάδας και κατασκόπευε το λευκό δρόμο στους πρόποδες του Βουνού. Ο ρυθμικός χτύπος του Μύλου τον συγκινούσε, σχεδόν τον τρόμαζε. Του φαινόταν σαν χτύπος καρδιάς, μιας καινούργιας καρδιάς που έκανε να ξανανιώσει η άγρια, η αρχαία γη.
Πόσαις φοραίς μέσ' 'ςτ' αυλακιού καθόμασταν το φρύδι, Κ' επαίζαμαν με το νερό, πόσαις φοραίς 'ςτά χόρτα Μ' έρριχνε σαν παλαίβαμαν, πόσαις φοραίς 'ς τα δάση Σαν μάτωνε το χέρι μου αυτή μου το φιλούσε!... Κι' αν δάκρυζαν τα μάτια μου κι' αν πόναγα ποτέ μου, Αυτή μ' εσφόγγιζ' ελαφρά, κι' αδερφικά η καϋμένη Με χίλια χάιδια και φιλιά μου πέρναγε τον πόνο. Όμως εγώ δεν άπλωσα ποτέ να την φιλήσω.
Μόνο τα φύλλα από τα καλάμια κουνιόντουσαν πάνω στο φρύδι, ίσια, δύσκαμπτα σαν σπαθιά που ακονίζονταν πάνω στο μέταλλο του ουρανού. «Έφις αντίο, Έφις αντίο».
Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.
Όλη τη μέρα ο Έφις, υπηρέτης στις κυρίες Πιντόρ, δούλευε για να ενισχύσει το πρωτόγονο ανάχωμα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στο βάθος του μικρού κτήματος, πλάι στο ποτάμι, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από ψηλά, καθισμένος μπροστά στην καλύβα, κάτω από το γλαυκό φρύδι που σχημάτιζαν τα καλάμια στα μισά της πλαγιάς του λευκού Λόφου των Περιστεριών.
Να ελπίζει κανείς, ναι, αλλά όχι και να έχει εμπιστοσύνη• ν’ αγρυπνά σαν τις καλαμιές πάνω στο φρύδι του λόφου που σε κάθε φύσημα του ανέμου χτυπά η μια τα φύλλα της άλλης σαν να ειδοποιούνται μεταξύ τους για τον κίνδυνο.
Και να που άρχισε η ομίχλη να διαλύεται∙ κηλίδες χρυσαφένιων δασών έκαναν την εμφάνισή τους ανάμεσα σε γαλάζια ανοίγματα, και στο φρύδι της απότομης πλαγιάς, επάνω του μια ροδιά, σαν εκείνες που εξιστορούσε ο τυφλός, έγερνε τα κλαδιά της βαριά από τα κόκκινα φρούτα, ανοιγμένα, που άφηναν να πέφτουν οι μαργαριταρένιοι σπόροι τους.
Να, του φαινόταν ότι καθόταν ακόμη μπροστά στο καλύβι του και άκουγε το αηδόνι που τραγουδούσε εκεί κάτω, ανάμεσα στα σκλήθρα: ήταν λες η φωνή του ποταμού εκείνο το κύμα αρμονίας που ξεχύνονταν για να δροσίσει τη νύχτα, και ήταν τόσο μελωδικό και σπαραξικάρδιο που και τα πνεύματα της νύχτας ακόμη μαζεύτηκαν στο φρύδι του λόφου και ξεπρόβαλαν ακίνητα για να το ακούσουν.
Αφού ο χειρουργός επέδεσε το αιμάσσον τραύμα οι αρραβώνες του Στάμου ανεβλήθησαν, διότι δεν θα ήτο δυνατόν πλέον να παρευρεθώσιν αι δύο θείαι του, η μία με μισό φρύδι φαγωμένον κ' εστραμμένον, η άλλη με οδόντας παραπολύ οξείς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν