United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, δεν ήξευρεν, όταν απέσυρε το χέρι της από το δικό μου. — Κατήλθαν την δενδροστοιχίαν, εστάθηκα, τους ακολούθησα με το βλέμμα μου υπό το φως της σελήνης, και ερρίφθηκα κατά γης και εξήντλησα τα δάκρυά μου, και ανεπήδησα, και έτρεξα μπροστά, και είδα ακόμη εκεί υπό την σκιάν των υψηλών φιλυρών το λευκό της φόρεμα να στίλβη εις την θύραν του κήπου, άπλωσα τα χέρια μου, και όλα αφανίσθηκαν.

Ευθύς εγώ έλαβα το χειμωνικόν και ζητούσα το μαχαίρι αλλά δεν το εύρισκα· μου λέγει αυτός, ότι είνε εδώ ψηλά εις το προσκέφαλόν μου επάνω· εγώ άπλωσα και επήρα το μαχαίρι και αιφνηδίως εμποδίσθηκα και έπεσα επάνω εις τον νέον· ω του θαύματος! και το μαχαίρι εκαρφώθη εις την καρδίαν του νέου και τον επλήγωσε θανατηφόρα και αμέσως εξεψύχησεν και εγώ βλέποντας ένα τέτοιο παράδοξον συμβάν, έμεινα όλος εκστατικός, θρηνώντας απαρηγόρητα και μεμφόμενος την κακήν μου τύχην, που με ρίχνει από δυστυχίας εις δυστυχίαν διότι ήλπιζον με το μέσον εκείνου του νέου να αναχωρήσω απ' εκείνο το ξερονήσι και βγαίνοντας εις την στερεάν να υπάγω εις την πατρίδα μου.

Πόσαις φοραίς μέσ' 'ςτ' αυλακιού καθόμασταν το φρύδι, Κ' επαίζαμαν με το νερό, πόσαις φοραίς 'ςτά χόρτα Μ' έρριχνε σαν παλαίβαμαν, πόσαις φοραίςτα δάση Σαν μάτωνε το χέρι μου αυτή μου το φιλούσε!... Κι' αν δάκρυζαν τα μάτια μου κι' αν πόναγα ποτέ μου, Αυτή μ' εσφόγγιζ' ελαφρά, κι' αδερφικά η καϋμένη Με χίλια χάιδια και φιλιά μου πέρναγε τον πόνο. Όμως εγώ δεν άπλωσα ποτέ να την φιλήσω.

Και πού είνε τα ρούχα που έπλυνες; — Τα άπλωσα σιμά 'στη βρύσι, είπεν η Αϊμά, προτιμήσασα να ψευσθή. Το πλήθος ήκουσε μετ' απείρου εκπλήξεως τον λόγον τούτον. Προφανώς η «Γυφτοπούλα» αυτή ήτο όχι μόνον κλέπτρια θρασεία, αλλά και ψεύστρια αναιδής. Τούτο ήτο αυταπόδεικτον και ψηλαφητόν προς πάντας. Τα πειστήρια έκειντο προ οφθαλμών. Τις ηδύνατο να τολμήση ναμφιβάλλη; Η Αϊμά κατεδίκαζεν εαυτήν.

Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Ζυγώνω και την καλησπερίζω. — «Καλησπέρα», μου λέει ξερά. Άπλωσα να της δώσω το χέρι. Τραβήχτηκε μέσα και μου κλείνει το παράθυρο κατάμουτρα. Την άκουγα που γελούσε. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Έτσι είσαι, άτιμο θηλυκό;! Τραβάω στο σπίτι μου. — «Μάννα, να μου ετοιμάσης τα ρούχα μου. Φεύγω το πρωί με το βαπόρι. Πάω να μπαρκάρω στον Περαία». Βρε αμάν, βρε ζαμάν η γρηά.