United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος· ησθάνετο δε μεγίστην ατολμίαν και ελυπείτο διότι δεν ήτο φύσει θρασύτερος, ώστε να ψευσθή μετ' ευχερείας. — Και ποίος άλλος; επανέλαβεν ο αρχηγός. Υπάρχει εδώ άλλος, όστις να δύναται να κάμη τοιούτον έγκλημα; Την κόρην σου, την κόρην σου να πωλήσης! — Ποιος το είπεν! Είνε ψέμματα, είπεν ο Πρωτόγυφτος, αποκτήσας προσκαίρως την δύναμιν του ψεύδους.

Μόλις ήκουσε αυτό ο Κτήσιππος άναψαν αμέσως τα αίματά του και γεμάτος αγανάκτησιν του λέγει: Ξένε μου Θούριε, αν δεν ήτανε κάπως χονδρόν εκ μέρους μου, θα σου έλεγα &στο κεφάλι σου&, που φαντάσθηκες να μας αποδώσης τέτοιο ψέμμα σε μένα και σ' αυτούς τους άλλους, που είναι και να το λέγη κανείς αμαρτία, πως εγώ επιθυμώ τον θάνατον αυτού! — Κτήσιππε, του είπεν ο Ευθύδημος, παραδέχεσαι, πως ημπορεί κανείς να ψευσθή; — Το παραδέχομαι βέβαια, εκτός αν είμαι παράφρων. — Αλλ' όταν κανείς ψεύδεται, λέγει το πράγμα περί του οποίου πρόκειται ο λόγος, ή δεν το λέγει; — Το λέγει. — Λοιπόν, αφού το λέγει, θα πη ότι δεν λέγει τίποτε άλλο, παρά εκείνο που λέγει. — Αυτό ν' ακούεται. — Αλλά βέβαια θα παραδεχθής, ότι εκείνο που λέγει είναι ένα κάποιο πράγμα χωριστόν από όλα τα άλλα. — Δεν έχω αντίρρησιν. — Ώστε εκείνος που το λέγει αυτό, λέγει ένα πράγμα που υπάρχει. — Ναι. — Αλλά εκείνος που λέγει ένα πράγμα που υπάρχει λέγει το πραγματικόν, το αληθινόν· ώστε ο Διονυσόδωρος, αφού λέγει εκείνο που υπάρχει, λέγει εκείνο που είναι, και επομένως δεν είπε κανένα ψέμμα για σένα. — Ναι, μα εκείνος που το λέγει αυτό, Ευθύδημε, λέγει πράγμα που δεν είναι.

Και πού ευρίσκεται τώρα η αδελφή σου; Ο Μάχτος ουδεμίαν είχεν αφορμήν ίνα ψευσθή, και απήντησεν ότι ευρίσκετο εις το γυναικείον μοναστήριον. Εντεύθεν λοιπόν εγίνωσκεν ο Σκούντας το καταφύγιον της Αϊμάς, καθ' ον χρόνον ο Τρανταχτής τω ανέθηκεν την απροσδόκητον εκείνην αποστολήν, ίνα κομίση προς την Βεάτην την αντικλείδα, ην αυτός ο Μάχτος είχε πάλιν κατασκευάσει.

Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από τον ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω οικίσκω της Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος.

Και πού είνε τα ρούχα που έπλυνες; — Τα άπλωσα σιμά 'στη βρύσι, είπεν η Αϊμά, προτιμήσασα να ψευσθή. Το πλήθος ήκουσε μετ' απείρου εκπλήξεως τον λόγον τούτον. Προφανώς η «Γυφτοπούλα» αυτή ήτο όχι μόνον κλέπτρια θρασεία, αλλά και ψεύστρια αναιδής. Τούτο ήτο αυταπόδεικτον και ψηλαφητόν προς πάντας. Τα πειστήρια έκειντο προ οφθαλμών. Τις ηδύνατο να τολμήση ναμφιβάλλη; Η Αϊμά κατεδίκαζεν εαυτήν.

Θυμούμαι 'γώ εδά και τόσους χρόνους είντα 'κανε ο πάσα είς; είπε με δυσφορίαν ανθρώπου αναγκαζομένου να ψευσθή. — Εγώ 'νόμιζα, σιορ Γιωργάκη, είπεν ο Σμυρνιός, στραφείς από την θύραν όπου έπλυνε τους ναργιλέδες του, πως στα 21 ήσουνε μικρός. — Εγεννήθηκα το μεγάλο σκοτίδι· λογάριασε· 1797 ως τα 1821 πόσα έχομε; — Εικοσιτέσσερα. Ώστε ήσουν εικοσιτεσσάρω χρονώ; — Σωστά.

Εδώ κάθηνται δικασταί οι οποίοι ανακρίνουσιν έκαστον από τους ερχομένους, ποίον βίον έκαστος έζησε και με ποία επιτηδεύματα ησχολήθη. Και να ψευσθή μεν είναι αδύνατον.

Εις ουδέν άλλο υπάρχει τόση αντίθεσις όση μεταξύ των λόγων και των έργων αυτών. Ενώ λ. χ. λέγουν ότι μισούν την κολακείαν, δύνανται να υπερβούν και τον Γναθωνίδην ή τον Στρουθίαν εις την κολακείαν• ενώ παρακινούν τους άλλους να λέγουν την αλήθειαν, η ιδική των γλώσσα δεν δύναται να κινηθή χωρίς να ψευσθή.

Ο μεν εγκωμιάζων φροντίζει μόνον πώς να επαινέση και ευχαριστήση τον επαινούμενον και αν είνε ανάγκη να ψευσθή διά να επιτύχη τον σκοπόν του, ολίγον θα σκοτισθή? η ιστορία όμως δεν δύναται ουδ' επί στιγμήν νανεχθή ψεύδος, ακριβώς όπως η τραχεία αρτηρία, κατά τους ιατρούς, δεν ανέχεται ό,τι εισέλθη εις αυτήν, ενώ καταπίνομεν.

Εκάθισε παρά την βρύσιν, απέμαξε διά της χειρός τον ιδρώτα από του μετώπου του, εστέναξε παρατεταμένως και διηπόρει τι ώφειλε να πράξη. Αδύνατον τω εφαίνετο να επανέλθη με κενάς χείρας προς τον κύριόν του. Τι να τω είπη; Να ψευσθή προς αυτόν ότι ο Λιμπέρης δεν ηθέλησε να τω δώση την φλοκάταν; Αλλ' ο γέρων αρματωλός ταχέως ήθελε μάθει την αλήθειαν.